Πολυτίμη Παυλίδου–Μαυρόγιαννη
108 μέρες
Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, 2024
Κάποτε, χωρίς να
έχουμε περιθώριο ή δικαίωμα επιλογής, έρχεται η στιγμή του φυσικού αποχωρισμού
από τους γονείς μας. Αν και εξαρχής μας είναι γνωστό ότι θα συμβεί, μας είναι
αδύνατο να συμβιβαστούμε με την ιδέα και κυρίως με το ίδιο το γεγονός. Άλλοτε
απρόοπτα, άλλοτε αργά και βασανιστικά, σε κάθε περίπτωση αρνούμαστε να το
αποδεχτούμε και, πολύ περισσότερο, να το ενστερνιστούμε. Αφού όμως αναπόφευκτα
θα το αντιμετωπίσουμε, απαιτείται με τη λογική να εξισορροπήσουμε τα
συναισθήματά μας και να το διαχειριστούμε. Γιατί, αν μη τι άλλο, τους αξίζει ο
πιο όμορφος αποχαιρετισμός.
Η
Πολυτίμη Παυλίδου–Μαυρόγιαννη, μέσα από τις εκατόν είκοσι σελίδες του
αφηγήματός της «108 μέρες», τις τελευταίες 108 μέρες της ζωής της μητέρας της, μοιράζεται
με το αναγνωστικό κοινό τις ιδιαίτερες σκέψεις της και τον τρόπο που εκείνη
στάθηκε απέναντι στο συμβάν.
Πώς
είναι να ξέρεις ότι ο άνθρωπος που σε έφερε στον κόσμο έχει επιβιβαστεί στο
μοιραίο τρένο για το έσχατο ανεπίστρεπτο ταξίδι;
Πώς
είναι να ξέρεις ότι στην κλεψύδρα του χρόνου τής απομένουν ελάχιστοι κόκκοι
μέχρι να αδειάσει εντελώς και για πάντα;
Πόσα
αισθάνεσαι ότι έχεις να της πεις από όσα δεν πρόλαβες, δεν μπόρεσες, δεν
θέλησες ή απέφυγες στη ροή ολόκληρων δεκαετιών;
Άραγε
τι νόημα έχει να της εκμυστηρευτείς τις μύχιες σκέψεις σου, να κάνεις παράωρες
εξομολογήσεις ή να εκδηλώσεις κοινότοπες μεταφυσικές αγωνίες όταν πλέον εκείνη δεν
διαθέτει αντανακλαστικά αντίδρασης ή επικοινωνίας;
Ίσως
όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της συγγραφέως, ίσως κάποιες απ’
αυτές. Το βέβαιο είναι ότι ο ξεχωριστός ψυχισμός της δεν ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά αντίθετα –αντιστρέφοντας
αριστοτεχνικά τις συνθήκες– ανασύρει στην επιφάνεια όλες τις μνήμες του
παρελθόντος και τις μεταμορφώνει σε μια εγκάρδια συνομιλία –ή και μονόλογο–,
δημιουργεί κλίμα ευφορίας ακόμα και σε εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες,
επαναφέροντας νοσταλγικά στιγμές ζωής πλημμυρισμένες από αλήθειες και
συγκινησιακή φόρτιση.
Με
λόγο απλό, λιτό και κατανοητό, με πένα γλαφυρή χωρίς ακρότητες, ρεαλιστική
χωρίς υπερβολές –θα τολμούσα να προσθέσω: με την αφηγηματική προσέγγιση του
Βιζυηνού– κρατά τις αποστάσεις, ενώ ταυτόχρονα εφάπτεται και εμπεριέχεται στα
γεγονότα, αλληλεπιδρώντας με τους ανθρώπους. Πρόσωπα, εικόνες και περιστατικά
συμπυκνώνονται μέσα στον γραπτό λόγο της και οπτικοποιούνται στα μάτια του
αναγνώστη, που, καθώς διαβάζει, νιώθει ταξιδευτής στον χρόνο και στον χώρο και
αισθάνεται μια πρωτόγνωρη οικειότητα με την κοινωνία, τους ανθρώπινους δεσμούς
αλλά και με το αξιακό σύστημα μιας άλλης εποχής. Τίποτα δεν μοιάζει ξένο,
τίποτα δεν φαίνεται παράξενο.
Κυρίαρχη
η μορφή της μητέρας και ολοζώντανη όπως την σκιαγραφεί η συγγραφέας, μας
αποδιώχνει την αίσθηση του επερχόμενου θανάτου, καθώς μας εμφανίζεται πάντα
δραστήρια, μαχητική, αποφασιστική και συνάμα τρυφερή, προστατευτική και
καταπραϋντική, δημιουργώντας ένα αόρατο συμπαγές δίχτυ ασφαλείας και μόνο με
την παρουσία της.
Όσο
και αν δίπλα της στέκεται ισοϋψής η πατρική φιγούρα, η μητέρα είναι που κινεί
τα νήματα του συνεκτικού οικογενειακού ιστού, καθοδηγεί σαν έμπειρη δασκάλα
χορού τα παιδικά βήματα στον μεταβαλλόμενο κοινωνικό περίγυρο χωρίς να τα
ποδηγετεί και εμφανίζεται ετοιμοπόλεμη για να σηκώσει το βάρος της μάχης της
ζωής απέναντι σε κάθε αναποδιά.
Ούτε
λεπτό η αφήγηση δεν προκαλεί αίσθημα θλίψης ή απαισιοδοξίας, συχνά μάλιστα
φέρνει το αβίαστο χαμόγελο στα χείλη. Η συγγραφέας, με ευστοχία και από
προσωπική στάση ζωής, διανθίζει το γραπτό της με εκείνες τις ιδιαίτερες
φυσιογνωμίες που αντάμωσε στο διάβα της και προσέφεραν με τους ιδιόμορφους
χαρακτήρες και τις συμπεριφορές τους μια διαφορετική ευχάριστη νότα στη σκληρή
καθημερινότητα.
Μια
αφήγηση ποταμός, κατάθεση ψυχής από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα,
που ολοκληρώνεται με τον επιγραμματικό επίλογο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με
απόλυτη ειλικρίνεια:
«Έχω
τόσα που δεν σου ’χω πει, μάνα. Μη μου θυμώνεις. Τόσα ψέματα αντί για αλήθειες,
τόσες αλήθειες αντί για ψέματα».
Αν
και πρόκειται για αφήγημα βιωματικό και εν μέρει αυτοβιογραφικό, είναι κάτι
παραπάνω από βέβαιο ότι ο αναγνώστης συχνά θα συναντήσει στις γραμμές του
κομμάτια του εαυτού του και γνώριμες όψεις της δικής του πραγματικότητας.
Γιατί
η μάνα μας θα είναι πάντα η μάνα μας κι εμείς, ανεξάρτητα από ηλικία, θα
είμαστε πάντα τα παιδιά της.
Δημήτρης Φιλελές
Σημείωμα για τη συγγραφέα:
Η Πολυτίμη Παυλίδου–Μαυρόγιαννη γεννήθηκε στην
Αθήνα. Γονείς της ο Γεώργιος Παυλίδης, από τον Πόντο της Μικράς Ασίας, και η
Ειρήνη Παυλίδου, το γένος Ράπτου, από την Ικαρία. Τελείωσε τις γυμνασιακές της
σπουδές στο Γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας και εισήχθη στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως δικηγόρος και ως βοηθός στη Νομική Σχολή.
Έχει δυο παιδιά, δυο υπέροχα εγγόνια και μια δισεγγονή. Οι 108 μέρες είναι το πρώτο πεζό έργο της. Έχει εκδώσει τις ποιητικές
συλλογές Συλλέκτης λέξεων (2019) και Μοναχική περιπλάνηση (2016).
Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Οι "108 μέρες" στο fractal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου