Η ΦΑΜΠΡΙΚΑ
Αράχνιασε η φάμπρικα, σωπαίνει η σειρήνα
στην τσέπη μεροκάματο δε μπήκε κι άλλο μήνα
τα χέρια άδεια κι ορφανά στη φτώχεια και στο κρύο
από το στρώμα μας πέτα της πείνας το θηρίο.
Στην καταχνιά και στη βροχή ξυλιάζει το φουγάρο
πικρός στα χείλη ο καπνός με δανεικό τσιγάρο
και τα παιδιά που μας κοιτούν μένουν με απορία
τι φταίξαμε που η ζωή μας βάζει τιμωρία.
Κι αν τη φωτιά σκαλίζουμε για σπίθα μες στη στάχτη
πάλι απάνω μας ξεσπά η χειμωνιά το άχτι
κι αν μας φορτώσανε παλτό βαρύ την ανεργία
να σκύβουμε δε μάθαμε στην αγαθοεργία.
Η φόρμα στέκει στο καρφί φρεσκοσιδερωμένη
τα βγάζει όλα στο σφυρί καρδιά τσαλακωμένη
πλουτίζουν οι σαράφηδες και οι μαυραγορίτες
και γραβατοφορέθηκαν κλέφτες και λωποδύτες.
Πάλι γεμίζουν στο σταθμό στα τρένα τα βαγόνια
η ανθρωπιά μας ξέφτισε και βούλιαξε η συμπόνια
στην ξενιτιά μας ρίχνουνε την τύχη μας να βρούμε
αυτούς που αγαπήσαμε να μην τους ξαναδούμε.
Τα νιάτα μας ρημάζουνε, κλείνουν τα σπιτικά μας
και πριν ακόμα γεννηθούν, χρωστάνε τα παιδιά μας
με τον ιδρώτα τον πηχτό γυρίζει το γρανάζι
το δόκανο στόμα ανοιχτό που ό,τι βρει τ’ αρπάζει.
Κι αν πάγωσε η μηχανή κι η ρόδα δε γυρίζει
του εργάτη είναι η δύναμη τον κόσμο που ορίζει
ακόνι θέλει το μυαλό κι ευθύς θα καταλάβει
πώς παίρνουνε στη μοιρασιά τη λευτεριά οι σκλάβοι.
© Δημήτρης
Φιλελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου