ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ
Χριστούγεννα
παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι
καιροί ήταν φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έριχνε. Μονάχα που η
ατμόσφαιρα ήταν πολύ θυμωμένη και φυσούσαν σκληροί βοριάδες με χιονόνερο κι αστραπές.
Καμιά βδομάδα ο καιρός καλοσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα[1]
που αρμενιζόταν[2]. Μα την
παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήταν μαύρος σαν
μολύβι κι έπιασε κι έριχνε βελονιαστό[3]
χιονόνερο.
Σε μια
τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκόταν ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, πάνω σε
μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγος. Το μέρος αυτό ήταν άγριο κι
έρημο, γεμάτο αγριόπρινα[4],
σκίνους και κουμαριές, που ήταν κατακόκκινες από τα κούμαρα. Το μαντρί ήταν
τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο[5].
Οι
τσοπάνηδες κάθονταν μέσα σε μια σπηλιά που βρισκόταν παραμέσα και πιο ψηλά από
τη μάντρα και που κοίταζε κατά το νοτιά. Μεγάλη σπηλιά με τρία τέσσερα
χωρίσματα και ψηλή ως τρία μπόγια[6].
Τα ζωντανά στάλιαζαν[7]
κάτω από τις χαμηλές σάγιες[8],
που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στέκονταν εδώ κι εκεί και
βγάζανε μια σπιρτόζα[9]
μυρωδιά. Χάμω το χώμα ήταν σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσοπάνηδες ήταν
μερακλήδες και βάζανε τα παιδιά και σκούπιζαν τακτικά με κάτι σκούπες καμωμένες
από αστιβιές[10].
Αρχιτσέλιγκας[11]
ήταν ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισοάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα
γίδια και στα πρόβατα. Ήταν μαύρος, μαλλιαρός, με γένια μαύρα, κόρακας, σγουρά
και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια[12]
κοντά ως το γόνατο, σελάχι[13]
στη μέση του, ζωνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια[14]
στα ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν
σαρίκι[15]
κι οι μαρχαμάδες[16]
κρέμονταν στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο
παραγιούς[17], τον
Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλικαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά
που τους βοηθούσαν στο άρμεγμα και κοίταζαν το μαντρί να ‘ναι καθαρό. Αυτές οι
έξι ψυχές ζούσαν σ’ εκείνο το μέρος κρυφά από τον Θεό. Ανάρια[18]
βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά
ήταν καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως πάνω από την καπνιά που έβγαινε
από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχαν τα γιατάκια[19]
τους, σαν μιντέρια[20],
στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχαν μπήξει παλούκια μέσα στις
σκισμάδες του βράχου και κρέμονταν καρδάρες[21],
τυροβόλια[22],
μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήταν λημέρι[23]
των ληστών. Απ’ έξω φύλαγαν οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η
ακροθαλασσιά βρισκόταν ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήταν έρημη κι
άλλο δεν ακουγόταν εκεί πέρα, παρά μονάχα το αγκομαχητό του πελάγους, μέρα νύχτα.
Με το βοριά απάγκιαζε[24]
και καμιά φορά πόδιζε[25]
κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας
το πέλαγος ανάμεσα στα δέντρα και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της
Μυτιλήνης.
Την
παραμονή τα Χριστούγεννα είπαμε πως ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει
χιονόνερο. Οι τσοπάνηδες είχαν μαζευτεί στη σπηλιά κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά
και κουβέντιαζαν. Τα παιδιά είχαν σφάξει δυο αρνιά και τα έγδερναν. Ο Αλέξης
έβαλε πάνω σ’ ένα ράφι μυζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι[26]
και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη[27]
κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις
Κυριακές κι όποτε ήταν γιορτή κανένα τροπάριο και λιγοστά από τον Εξάψαλμο[28].
Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήταν να πει.
Θα ‘ταν ώρα
Εσπερινού[29]. Εκείνη
την ώρα άκουσαν κάτι τουφεκιές. Κατάλαβαν πως θα ‘ταν τίποτα κυνηγοί. Το ένα
παιδί, που είχε πάει να φέρει ξύλα με το γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει
τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Αγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι έπιασαν
και γάβγιζαν όλοι μαζί και πετάχτηκαν έξω από τη μάντρα.
Σε λίγο
φανερώθηκαν από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια και φώναζαν τους
τσοπάνηδες να μαζέψουν τα σκυλιά, που χίμηξαν πάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους
ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια[30]
που ‘χαν οι κυνηγοί και το ξετίναξε να το πνίξει. Ο κυνηγός έριξε πάνω του και
τα σκάγια τον πόνεσαν και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που
πήγαιναν πισώδρομα[31]
όσο κατέβαιναν οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, βγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους κι
έπιασαν τον Σκούρη και τον έδεσαν∙ έδιωξαν και τ’ άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή,
βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φισεκλίκια[32],
με το ταγάρι[33] γεμάτο
πουλιά. Ο άλλος που ήταν μαζί του, ήταν ο γιος του, ο Δημητρός. «Πολλά τα έτη!»
αποκριθήκαν ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!».
Τους πήγανε
στη σπηλιά. «Μωρέ, τι είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπαρμπα-Παναγής,
δείχνοντας τις μυζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε
να καθίσουν, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκ. Κεράστηκαν.
«Βρε
αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το ’λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα
κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που γεννήθηκε ο Χριστός! Χτες περάσαμε στην Αγια-Παρασκευή,
να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι
και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός,
είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι[34]
με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κι επειδή ξέραμε από άλλη φορά
το μαντρί και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ’ρθουμε στ’
αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι[35]
και καπλάνι[36]! Μπρε,
μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ’κανε!».
Και γύρισε
σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαψούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο[37].
«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!».
Μα η Φλοξ
από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
Άμα ήπιαν
δυο τρία κονιάκ, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο
τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν
εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Ύστερα ο
Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται,
δοξάσατε».
Εκείνη την
ώρα άκουσαν πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουν. Στείλανε τα παιδιά να δουν τι είναι. Ο
αγέρας είχε μπουρινιάσει[38]
κι έριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τσουχτερό!
Σε λίγο έπαψαν
τα σκυλιά και γυρίσαν πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκαν στη σπηλιά τρεις
άντρες, που φαίνονταν πως ήταν θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεγμένοι όλοι
και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσόρισαν, τους βάλανε και κάθισαν.
Μόλις πήγε
κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια
χαρούμενη φωνή. Ήταν ο καπετάν Κωνσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη.
Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα κι είχαν δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο,
που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήταν γεμιτζήδες[39]
κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από
τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένια, ομορφάνθρωπος, ήταν ο παπα-Σιλβέστρος
Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήταν λιγνός, με λίγες ανάριες[40]
τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη[41].
Τον έλεγαν Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν Κωνσταντής
ερχόταν από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον παπα-Σιλβέστρο, που είχε πάει στην
Πόλη από το Άγιο Όρος για ελέη κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του.
Ο παπα-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος[42]
στο Άγιο Όρος κι ήταν από τη Θεσσαλία.
Ταξίδεψαν
καλά. Μα σαν καβατζάρανε[43]
τον Κάβο Μπαμπά[44], ο
αγέρας μπουρίνιασε κι όλη τη μέρα αρμένιζαν με μουδαρισμένα πανιά[45]
και με τον στάντζο[46],
ώσπου φτάσανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι[47].
Ο καιρός σκύλιασε κι ο καπετάνιος δε μπόρεσε να μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε
Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε
λοιπόν να ποδίσει και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκιο, πίσω από ένα μικρό κάβο,
από κάτω από το μαντρί. Κι επειδή θυμήθηκε το φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους
γέροντες και τους δυο άλλους νοματαίους[48]
και τράβηξαν για το μαντρί. Στο τσερνίκι[49]
είχανε αφήσει τον μπαρμπ’-Απόστολο με το μούτσο[50].
Σαν είδανε
πως στη σπηλιά βρισκόταν κι ο κυρ Παναγής με τον κυρ Δημητρό, γίνηκε μεγάλη
χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να
δεις», έλεγε ο κυρ Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό
αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάσατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω
μια νταμιτζάνα[51] κρασί,
βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρνα[52],
χρυσό και λίβανο! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ Παναγής, μισομεθυσμένος
και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ
ο παπα-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καημένος κι είπε σιγανά χαμογελώντας και
τρίβοντας τα χέρια του : «Δόξα σοι ο
Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας λύτρωσες εκ του κλύδωνος[53]!»
κι έκανε το σταυρό του.
Ο παπα-Σιλβέστρος
είπε να σηκωθούν όρθιοι κι είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και
ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το
σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο
αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Ύστερα
κάθισαν στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι ευλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε
κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε πάνω, από τα
μοσχοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυζήθρες, τις μπεκάτσες και
τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα[54]
και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσκο[55].
Έξω φυσομανούσε
ο χιονιάς και βογκούσαν τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα
βουίσματα ακούγονταν και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε[56].
Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις
ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ Παναγής έκλεβε κάπου κάπου
λίγον ύπνο, ροχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά,
από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχαν : το σπήλαιο, οι
ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήταν παρών με τους δύο
μαθητές του, που ευλογούσαν «την βρώσι[57] και
την πόσι[58]».
Φώτης
Κόντογλου (1895-1965)
Μεταγραφή πρωτότυπου
κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης
Φιλελές, 2019
[2]
αρμενίζομαι = περιπλανιέμαι.
[3]
βελονιαστός = διαπεραστικός, τσουχτερός.
[4] τα
αγριόπρινα = τα άγρια πουρνάρια.
[5] το
ξεροτρόχαλο = η ξερολιθιά, τοίχος χτισμένος μόνο με πέτρες χωρίς άλλο συνδετικό
υλικό.
[6] το μπόι
(τουρκικά boy) = μονάδα μέτρησης του ύψους με βάση το ανθρώπινο ανάστημα.
[7] σταλιάζω
= αναπαύομαι σε σκιερό μέρος.
[8] η σάγια
(τουρκικά sayak) = χοντρό
μάλλινο ύφασμα.
[9]
σπιρτόζος (ιταλικά spirtoso)
= ερεθιστικός.
[10] η
αστιβιά = το φυτό αφάνα, πυκνός θάμνος με ξερά κλαδιά.
[11]
αρχιτσέλιγκας (από το σλαβικό челник – čelnik = αρχηγός) = αυτός που έχει πολλά
γιδοπρόβατα.
[12] το
σαλβάρι (περσικά šalvâr) = φαρδύ αντρικό παντελόνι.
[13] το
σελάχι (τουρκική silâh) = δερμάτινη ζώνη με θήκη για τα όπλα.
[14] τα
τζεσμέδια (μάλλον τουρκικής προέλευσης) = μπότες στρατιωτικού τύπου.
[15] το
σαρίκι (τουρκική sarık) = λεπτό ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι.
[16] οι
μαρχαμάδες = τα κρόσσια.
[17] ο
παραγιός = ο βοηθός.
[18] ανάρια
= σπανίως.
[19] το
γιατάκι (τουρκικά yatak)
= το στρώμα, το κρεβάτι.
[20] το
μιντέρι (τουρκικά minder)
= ο χαμηλός καναπές.
[21] η
καρδάρα = ξύλινος κάδος για το άρμεγμα.
[22] το
τυροβόλι = μικρό καλάθι για το στράγγισμα του πηγμένου γάλακτος πριν γίνει
τυρί.
[23] το
λημέρι = το κρησφύγετο, η κρυψώνα.
[24]
απαγκιάζω = προφυλάσσομαι σε απάνεμο μέρος.
[25] ποδίζω
= σταματώ το θαλάσσιο ταξίδι λόγω κακοκαιρίας.
[26] το
αγίζι = το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα των θηλαστικών που εκκρίνεται μετά τη
γέννα.
[27] η
Σύνοψη = ιερό βιβλίο με προσευχές και ακολουθίες.
[28] ο
Εξάψαλμος = σειρά έξι ψαλμών που διαβάζονται στην ακολουθία του Όρθρου.
[29] ο
Εσπερινός = η βραδινή εκκλησιαστική ακολουθία.
[30] το
ζαγάρι (αραβικά sakar)
= το κυνηγόσκυλο.
[31]
πισώδρομα = οπισθοχωρώντας.
[33] το
ταγάρι = σάκος από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμούν οι χωρικοί στον ώμο.
[34] το
μπουγάζι (τουρκικά bogaz)
= στενό θαλάσσιο πέρασμα.
[35] το
ασλάνι (τουρκικά aslan)
= το λιοντάρι.
[36] το
καπλάνι (τουρκικά kaplan)
= η τίγρη.
[37]
θερμιασμένος = αυτός που τρέμει από υψηλό πυρετό (θέρμη).
[38] μπουρινιάζω
(από το ιταλικό borin = θυμός) = θυμώνω.
[39] ο
γεμιτζής (τουρκικά yemeçi) = ο βαρκάρης, ο έμπειρος ναυτικός.
[40] ανάριος
= αραιός.
[41] Άγιος
Ιωάννης ο Καλυβίτης = άγιος που γεννήθηκε τον 5ο αιώνα μ.Χ. στην
Κωνσταντινούπολη. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 15 Ιανουαρίου.
[42] Μονή
του Παντοκράτορος = παραθαλάσσιο μοναστήρι του Αγίου Όρους με μορφή κάστρου,
που χτίστηκε από το 1357 έως το 1362 αιώνα από τους βυζαντινούς αδελφούς Αλέξιο
Στρατοπεδάρχη και Ιωάννη Πριμικήριο.
[43]
καβατζάρω (από το γενουατικό cavo)
= παρακάμπτω ένα ακρωτήριο.
[44] Κάβο Μπαμπά
= το ακρωτήριο Λεκτό στα τουρκικά παράλια απέναντι από τη Μυτιλήνη.
[45]
μουδαρισμένα πανιά = η ελάττωση των πανιών των ιστιοφόρων όταν φυσά δυνατός
άνεμος.
[46] ο
στάντζος = σκοινί του καραβιού που στηρίζει το κατάρτι από τη μεριά της πλώρης.
[47] Ταλιάνι
(από το τουρκικό dalyan)
= όρμος της Μυτιλήνης απέναντι από τα τουρκικά παράλια, που η ονομασία του
σημαίνει ιχθυοπαγίδα (ιχθοτροφείο).
[48] οι
νοματαίοι = οι άνθρωποι.
[49] το
τσερνίκι = σκάφος με κοφτερές άκρες, οξύπλωρο και οξύπρυμο, που κατασκευαζόταν
κυρίως στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου(Σάμο, Χίο και Μυτιλήνη).
[50] ο
μούτσος (ιταλικά mozzo)
= ο μαθητευόμενος ναύτης.
[52] η
σμύρνα = αρωματικό ρετσίνι που παράγεται από το φυτό βαλσαμόδεντρο.
[53] ο
κλύδωνας = η θαλασσοταραχή.
[54] η
λακέρδα (λατινικά lacerta)
= κομμάτια παλαμίδας (είδος ψαριού) διατηρημένα σε άρμη.
[55]
μπρούσκο (ιταλικά brusco)
= δυνατό στυφό κόκκινο κρασί.
[56] αναχαράζω
= μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή.
[57] η
βρώσις = το φαγητό, η τροφή.
[58] η πόσις
= η κατανάλωση ποτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου