ΑΚΟΥΣΤΕ...
ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ
Χριστούγεννα
του 187... Άφωνη έμεινε η γειτόνισσα της θειας Αχτίτσας, το Ζερμπινιώ, όταν την
είδε να φοράει καινούρια μαντήλα και τα δυο της εγγονάκια, τον Γέρο και την
Πατρώνα, με καθαρά πουκάμισα και καινούρια παπούτσια.
Κι
αυτό γιατί η θεια Αχτίτσα είχε του κόσμου τα βάσανα ˙ η προίκα της κόρης της είχε βγει στο σφυρί1 για να
ξεπληρωθούν τα χρέη του ακαμάτη2
του γαμπρού της, είχε απομείνει χήρα και μεγάλωνε μοναχή της τα δυο ορφανά
κάνοντας όποια δουλειά έβρισκε. Κείνη και μοναχή της, μαύρη ήταν η μοίρα της.
Τους λυπόταν το Ζερμπινιώ, μα τι να κάνει που κι αυτή ζούσε μέσα στη φτώχεια;
Τυχερός
ο μπαρμπα-Μιχαλιός, ο άντρας της, που 'φυγε νωρίς απ' τη ζωή, πριν προλάβει να
δει τη συμφορά της φαμελιάς του ˙ Θεός σχωρέσ' τον. Ως και τα δυο
τους παλληκάρια, ο Γιώργης κι ο Βασίλης, πνίγηκαν τον χειμώνα του 186... όταν
το καΐκι που δούλευαν χάθηκε σύψυχο3.
Τέτοια ζωή δεν την εύχεται κανείς ούτε στον εχθρό του!
Ένας
γιος της απόμεινε, μα κι αυτός χάθηκε στην ξενιτιά, στην Αμερική, κι έριξε
μαύρη πέτρα πίσω του. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκεται. Κάποιοι έλεγαν πως
παντρεύτηκε στα ξένα μια ξελογιάστρα. Μα τι να πει η θεια Αχτίτσα; Να βαρυγκωμήσει4 για το παιδί
της, το ίδιο της το αίμα;
Η
δύστυχη η κόρη της πέθανε πάνω στη δεύτερη γέννα και της άφησε τα δυο ορφανά. Ο
πατέρας τους, χαρτοπαίχτης και μεθύστακας και με χίλια δυο κουσούρια5, ζούσε ακόμα - που κακό χρόνο να 'χει. Της
είπανε πως ξαναπαντρεύτηκε - να χαλάσει κι άλλο σπίτι, π' ανάθεμά τον. Γαμπρός
να σου πετύχει!
Έσφιξε
η θεια Αχτίτσα τα δόντια, έσκυψε το κεφάλι και βάλθηκε να μεγαλώσει τα δυο
ορφανά. Όπου έβρισκε δουλειά, πήγαινε. Μάζευε ελιές, σταφύλια, καλαμπόκια,
έφτιαχνε ρακί από κούμαρα, πήγαινε στα ελαιοτριβεία και μάζευε τη μούργα6 του λαδιού για το
λυχνάρι της, ό,τι βάλει του ανθρώπου νους.
Όμως
το μάζεμα των σταχυών, εκείνων που ξέπεφταν απ' τα δρεπάνια των θεριστάδων, κάθε
Ιούνιο, ήταν αυτό που της εξασφάλιζε τα απαραίτητα της χρονιάς, για να μην
πεθάνουν τα ορφανά από την πείνα. Άφηνε κατά μέρος τη ντροπή (γυναίκα μοναχή
της να μπαίνει στο βαπόρι), εμπιστευόταν τα παιδιά στο Ζερμπινιώ και μαζί με
άλλες γυναίκες της φτωχολογιάς περνούσε από τη Σκιάθο στην Εύβοια. " Μας
ήρθαν πάλι οι φουστάνες! " τις κορόιδευαν μικροί και μεγάλοι, μα εκείνη,
αμίλητη, μάζευε υπομονετικά όσα στάχυα της πολύτιμης σοδειάς πέφτανε από τα
κάρα. Κι όταν γέμιζε ίσαμε τέσσερα σακιά, αρκετά για να βγάλει τη χρονιά,
έπαιρνε πάλι το βαπόρι και τραβούσε κατάκοπη για το νησί της.
Μα
τούτη τη χρονιά τίποτα δεν πήγε καλά. Ούτε οι ελιές ούτε τ' αμπέλια ούτε τα
καλαμπόκια καρπίσανε. Ως και τα κούμαρα ξεράθηκαν. Κι απέναντι, στην Εύβοια, τα
στάχυα δε μεστώσανε7. Και
σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, βαρύς χειμώνας πλάκωσε το νησί. Βροχές δεν έπεσαν,
μονάχα χιόνι αδιάκοπο και ξεροβόρι τύλιξαν απ' τον Νοέμβρη το έρημο νησί.
Για
δυο τρεις βδομάδες είχε προλάβει να μαζέψει ξύλα η θεια Αχτίτσα όταν έπιασε
χειμώνας. Λίγο έκανε πως έφτιαξε ο καιρός στα μέσα του Δεκέμβρη και χύθηκε η
γριούλα στα ρουμάνια8 να
μαζέψει ξερόκλαδα, να μην παγώσουν τα ορφανά της. Και πάλι χειμώνας ˙ ούτε μια μέρα λιακάδα μέχρι τα
Χριστούγεννα. Ο χιονιάς φυσούσε αδιάκοπα, το κρυσταλλωμένο χιόνι κρεμόταν σαν
ώριμο φρούτο από τις στέγες των σπιτιών και κανείς δεν είχε πια διάθεση για
χιονοπόλεμο και παιχνίδια με το χιόνι.
Το
απόγευμα στις 23 του Δεκέμβρη επέστρεψε ο Γέρος απ' το σχολειό, χαρούμενος που
για δυο βδομάδες δεν θα είχε διάβασμα. Μα η πείνα του ήταν μεγαλύτερη από την
χαρά του. Γι' αυτό, μόλις μπήκε στο φτωχικό χαμόσπιτο, πριν αφήσει την τσάντα
του, έτρεξε κατευθείαν στο ντουλάπι για να βρει κάτι να φάει. Μα το ντουλάπι
ήταν άδειο ˙ ούτε ένα
ξεροκόμματο δεν υπήρχε. Η απελπισία γέμισε την παιδική του ψυχή καθώς είδε πως
η γιαγιά του έλειπε ˙ είχε πάρει
τους δρόμους η φτωχή γριούλα για να βρει ένα κομμάτι ψωμί για τα ορφανά.
Είδε
την Πατρώνα, την αδελφή του, ζαρωμένη δίπλα στο σβηστό τζάκι που σκάλιζε τη
στάχτη προσπαθώντας να ζεσταθεί. Μα κι η στάχτη ήταν μουσκεμένη απ' το λιωμένο
χιόνι που τρύπωνε απ' την καμινάδα και κατρακυλούσε ως κάτω.
Τότε
πήρε την απόφαση. Ανέβηκε σ' ένα σκαμνί, σκαρφάλωσε στο περβάζι του παράθυρου,
το άνοιξε, στηρίχτηκε στο παραθυρόφυλλο και με το μικρό χεράκι του κατάφερε να
σπάσει ένα κομμάτι απ' το κρυσταλλιασμένο χιόνι που κρεμόταν απ' τη στέγη. Το
έβαλε στο στόμα και ξεκίνησε να το ρουφάει λαίμαργα. Έδωσε κι ένα κομμάτι στην
Πατρώνα. Πεινούσαν τα κακόμοιρα.
Δεν
άργησε να φανεί η θεια Αχτίτσα. Στο στήθος της υπήρχε ένα παράξενο φούσκωμα. Ο
Γέρος κατάλαβε αμέσως πως κάτι κρύβεται εκεί. Όρμησε πάνω της και μια κραυγή χαράς
ξέφυγε από τα χείλη του όταν "ανακάλυψε" το κομμάτι το ψωμί στον
κόρφο της. Ποιος ξέρει ποιον είχε παρακαλέσει, σε ποια πόδια είχε πέσει για να
ταΐσει τα δυο πεινασμένα παιδιά!
Ένας
Θεός ξέρει πόσο αγαπούσε τα ορφανά της. Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο
φορές παιδί μου, έλεγε μέσα της. Κι έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι της για να
μην τους λείψουν τα απαραίτητα. Όμως ήταν πάντα αυστηρή κι έκρυβε την αγάπη της
βαθιά μέσα στην καρδιά της. Τον εφτάχρονο εγγονό τον έλεγε Γέρο, γιατί είχε το
όνομα του συχωρεμένου του μπαρμπα-Μιχαλιού και την πονούσε να τον λέει με τ'
όνομά του. Την εγγονή της την έλεγε χαϊδευτικά Πατρώνα, γιατί δεν μπορούσε να
ξεστομίσει το βαφτιστικό της, Αργυρώ, το όνομα της μητέρας της που ξεψύχησε στη
γέννα. Πέρα απ' αυτό, άλλο τρυφερό λόγο δεν έλεγε στα δυο παιδιά. Η αγάπη της
γι' αυτά ήταν το άγρυπνο μάτι της, η προστασία της.
Σαν
βράδιασε, τους έστρωσε να κοιμηθούν και ξάπλωσε δίπλα τους. Τα συμβούλεψε να
φυσούν κάτω απ' τα σκεπάσματα για να ζεσταθούν και τους υποσχέθηκε πως, αν
είναι ήσυχα, το πρωί ο Χριστός θα τους φέρει και ξύλα και ψωμί και φαγητό. Κι
απόμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα με τις πικρές σκέψεις να της βασανίζουν το μυαλό.
Το
πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, χτύπησε την πόρτα του φτωχόσπιτου ο
παπα-Δημήτρης.
-
Καλώς τα δέχτηκες, της είπε με πλατύ χαμόγελο.
"Καλώς
τα δέχτηκε;". Από ποιον; Ποιος την σκεφτόταν στον κόσμο;
-
Έχω γράμμα για σένα, συνέχισε ο παπάς, καθώς τίναζε το χιόνι από τα ράσα του.
-
Πέρασε, παπά μου. Ας είχα έστω ένα ποτήρι ρακί να τον τρατάρω χρονιάρα μέρα
σκέφτηκε, καθώς ο παπα-Δημήτρης δρασκέλιζε το κατώφλι του σπιτιού.
Κάθισε
ο σεβάσμιος γέροντας σ' ένα σκαμνί κι έβγαλε με επισημότητα έναν μεγάλο φάκελο
με διάφορες σφραγίδες και πολλά γραμματόσημα, που από τη μια μεριά ήταν ήδη ανοιγμένος. Έβαλε
μέσα το χέρι του και έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί.
-
Σε μένα έστειλαν το γράμμα, αλλά για σένα είναι, ξεκίνησε να λέει.
-
Για μένα; άνοιξε τα έκπληκτα μάτια της η θεια Αχτίτσα.
-
Σε λυπήθηκε ο Θεός και σε θυμήθηκε ο γιος σου από την Αμερική, συνέχισε ο
γέροντας.
-
Ο Γιάννης μου απ' την Αμέρικα με θυμήθηκε; Δόξα Σοι ο Θεός!, σταυροκοπήθηκε η
θεια Αχτίτσα.
Φόρεσε
ο γέροντας τα γυαλιά του και προσπάθησε να διαβάσει με τα λίγα γράμματα που
γνώριζε κι αυτός :
"Παπα-Δημήτρη,
σου φιλώ το χέρι. Είμαι καλά και το ίδιο επιθυμώ και για σένα. Είναι χρόνια
πολλά που ζω σε τόπο μακρινό, στον
Παναμά, και δεν ξέρω αν ζει πια κανείς από την οικογένειά μου. Οι συμπατριώτες
μας ζουν σε άλλους τόπους κι έτσι ποτέ δεν κατάφερα να μάθω τι κάνουν οι δικοί
μου. Μονάχα κάποιες φορές κάποιους συνάντησα, μα κι αυτοί, χρόνια πολλά
ξενιτεμένοι, δεν ήξεραν να μου πουν.
Αν
ζουν οι γονείς μου, τους ζητώ συγνώμη. Μη θαρρούν9
πως τους λησμόνησα. Μα άλλα λογαριάζει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός προστάζει. Κάποτε
παντρεύτηκα, μα χήρεψα ˙ ίσως έτσι
είναι καλύτερα. Κακές αρρώστιες με βασάνισαν κι έδωσα μάχη με τον θάνατο. Λίγα
χρήματα προσπαθώ να μαζέψω, να γυρίσω στην πατρίδα, να πάρω την ευλογία των
γονιών μου. Ας μην βαρυγκωμούν, γιατί η προκοπή του ανθρώπου είναι θέλημα Θεού.
Σου
στέλνω μια επιταγή με ένα ποσόν, για να το δώσεις στους γονείς μου. Κι αν, ο μη
γένοιτο, έχουν φύγει απ' τη ζωή, να το
δώσεις στ' αδέλφια και στ' ανίψια μου. Και να κρατήσεις κι εσύ ένα μέρος για το
συχώριο τους."
Δεν
έλεγε το γράμμα πόσο ήταν αυτό το ποσόν, μα καθόλου δεν την ένοιαζε αυτό την
θεια Αχτίτσα. Ο Γιάννης της, το στερνοπαίδι10
της, ήταν ζωντανός. Φτερούγισε η καρδιά της μάνας, τα σπλάχνα της ταράχτηκαν κι
ένα φως πλημμύρισε το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της.
Έφτανε
αυτό για ν' αρχίσουν να χοροπηδούν ο Γέρος κι η Πατρώνα κι ας μην καταλάβαιναν
τι είχε συμβεί.
Πήρε
την επιταγή η θεια Αχτίτσα και πήγε στο μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη, που έμπορος
έλεγε πως ήτανε, μα όλοι το γνώριζαν πως ήταν ο τοκογλύφος11 του χωριού. Μακριά από την ανάγκη του...
Ρούφηξε
μια πρέζα12 καπνού,
τίναξε όσο έπεσε πάνω στα ρούχα του, κατέβασε τη σκούφια του, σούφρωσε τα
φρύδια του, φόρεσε τα γυαλιά του και άρχισε να μελετά προσεκτικά την επιταγή.
-
Απ' την Αμέρικα, ε; Σε θυμήθηκε ο γιόκας σου, ε; Μπράβο του! Ας είναι καλά!
Έχει τον αριθμό 10, μα δεν καταλαβαίνω τι νόμισμα είναι. Δέκα σελίνια, δέκα
φράγκα, δέκα τάλιρα, δέκα... Δαγκώθηκε πριν ξεστομίσει "δέκα λίρες".
Να φωνάξουμε τον δάσκαλο να μας πει. Δε μπορεί, εκείνος θα ξέρει.
Ήταν
ο δάσκαλος στο καφενείο, τον φώναξαν και ήρθε. Σφιχτός, αυστηρός, λιγομίλητος. Δανείστηκε
τα γυαλιά του κυρ-Μαργαρίτη, πήρε στα χέρια του την επιταγή, προσπάθησε να διαβάσει τους λατινικούς
χαρακτήρες, δυσκολεύτηκε κάπως και είπε :
-
Μπορεί να είναι αγγλικά, μπορεί να είναι και γερμανικά. Από πού ήρθε;
-
Απ' την Αμέρικα, απάντησε ο κυρ-Μαργαρίτης.
-
Ε, τότε είναι σίγουρα Αγγλικά, αποφάνθηκε με στόμφο ο δάσκαλος και διάβασε συλλαβιστά
: Ten pounds sterling... Η λέξη sterling
οπωσδήποτε σημαίνει τάλιρο, έχουν την ίδια ρίζα. Δέκα τάλιρα πρέπει να
είναι. Δεν είμαι και χρηματιστής13,
άλλη είναι η δική μου επιστήμη.
Έτσι
είπε και έδωσε την επιταγή στον τοκογλύφο. Γύρισε την πλάτη και βγήκε βιαστικά
από το παγωμένο μαγαζί για να επιστρέψει στη ζεστασιά του καφενείου.
Έτριψε
τα χέρια του ο κυρ-Μαργαρίτης, έξυσε το κεφάλι του, σκέφτηκε για λίγο και
ξεκίνησε να λέει στη γριούλα :
-
Τι τα θες, Αχτίτσα. Δύσκολοι καιροί. Αναδουλειά. Λίγα τα λεφτά. Πες πως
εξαργυρώνω την επιταγή. Είναι αληθινή, είναι πλαστή, ποιος ξέρει; Θα τα πάρω ή
θα τα χάσω τα λεφτά μου; Όλες οι ψευτιές από κείνους τους μακρινούς τόπους μας
έρχονται. Τριγυρνάνε οι ακαμάτηδες - δε λέω για τον γιο σου, να με συμπαθάς -
κι αντί για αληθινά λεφτά μας στέλνουν παλιόχαρτα.
Σταμάτησε
για λίγο και συνέχισε :
-
Και να πεις πως είναι λίγα. Δέκα ολόκληρα τάλιρα. Αν είχα εγώ δέκα τάλιρα, θα
παντρευόμουνα... Είναι κι εκείνα τα ορφανά που τα λυπάμαι... Ας είναι...
Ενάμισι τάλιρο θα κρατήσω μονάχα για τη σκοτούρα14
που βάζω στο κεφάλι μου. Θα σου δώσω, το λοιπόν, οχτώμισι... Ό,τι και να σου
δώσω, χάρισμα θα 'ναι...
Σώπασε,
σαν κάτι να σκέφτηκε, κάτι που είχε ήδη σκεφτεί εδώ και πολλή ώρα, και ξαναείπε
:
-
Α, μωρέ, πώς το ξέχασα...! Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός είχε αφήσει ένα χρέος... Κι
εκείνος ο μπερμπάντης15 ο
γαμπρός σου έχει κάτι δανεικά κι αγύριστα... Πρέπει κι εγώ να πάρω πίσω τα
λεφτά μου. Έτσι είναι το σωστό.
Της
γύρισε αμίλητος την πλάτη, έχωσε την μύτη του μέσα στα κατάστιχά16 του κι άρχισε δήθεν το ψάξιμο. Κι ήταν τούτα
τα κατάστιχα σαν χωράφια που καρπίζανε δυο και τρεις φορές τον χρόνο. Ό,τι
έσπερνε, το θέριζε στο πολλαπλάσιο, ξανά και ξανά. Κι ό,τι απόμενε, σαν ρίζα
χωμένη βαθιά στη γη, θαρρείς πως βλάσταινε ξανά και γέμιζε με χρυσά νομίσματα
την κασέλα του τοκογλύφου.
Έψαξε,
βρήκε και έπιασε να λογαριάζει. Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, ο Θεός να βάλει
το χέρι του. Τι θ' απομείνει για τη φτωχή γριούλα και τα ορφανά της;
Κι
όταν πια απόσωσε17 τους
λογαριασμούς του, ξεκίνησε να λέει :
-
Κάνει να σου δίνω...
Μα
πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και
εμφανίστηκε ένας Συριανός έμπορος, περαστικός για
δουλειές απ' το νησί. Ο Θεός τον έστειλε. Χαιρέτησε, πλησίασε στο γραφείο του
κυρ-Μαργαρίτη, που στο μεταξύ είχε χάσει το χρώμα του, πήρε στα χέρια του την
επιταγή, τη διάβασε και είπε :
-
Επιταγή για δέκα αγγλικές λίρες. Κάνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ-Μαργαρίτη;
-
Για δέκα αγγλικές λίρες; ταράχτηκε η θεια Αχτίτσα. Άκουσα καλά;
-
Ναι! Για δέκα αγγλικές λίρες!, ακούστηκε με σιγουριά η φωνή του Συριανού. Δική
σου είναι;
-
Ναι! Δική μου είναι!, απάντησε χαρούμενη η θεια Αχτίτσα.
Δάγκωσε
τα χείλια του ο κυρ-Μαργαρίτης. Την πάτησε. Ώρα που βρήκε να 'ρθει κι αυτός.
Προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα :
-
Μάλλον για δέκα τάλιρα είναι. Το είπε και ο δάσκαλος.
-
Σου λέω πως είναι για δέκα λίρες αγγλικές. Καταλαβαίνεις ελληνικά, χριστιανέ
μου; Δέκα λίρες αγγλικές. Σίγουρα λεφτά. Θα την εξοφλήσεις ή να την
εξοφλήσω εγώ; Κι έκανε ν' ανοίξει το
πορτοφόλι του, να δώσει τα χρήματα στην έκπληκτη γριούλα.
-
Μπορεί να είναι δέκα λίρες... γαλλικές, προσπάθησε να περιορίσει τη ζημιά ο
άκαρδος τοκογλύφος.
-
Γαλλικές; απόρησε ο Συριανός. Ε, τότε την εξοφλώ για εννιά αγγλικές!
Και
χωρίς να περιμένει απόκριση, άνοιξε το πορτοφόλι του και έβαλε στα χέρια της
έκπληκτης γριούλας εννιά γυαλιστερές αγγλικές λίρες.
Να
γιατί, ανήμερα Χριστούγεννα, η θεια Αχτίτσα φορούσε καινούρια μαντήλα και τα
δυο ορφανά φορούσαν καινούρια πουκάμισα και παπούτσια για να ζεστάνουν τα
πληγωμένα ποδαράκια τους.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1889)
Προσαρμογή - Επιμέλεια κειμένου : © Δημήτρης
Φιλελές
.........................................................................
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
1. είχε βγει
στο σφυρί = είχε ξεπουληθεί (στις δημοπρασίες τα αντικείμενα κατακυρώνονται
στον αγοραστή όταν ο δημοπράτης χτυπήσει το σφυρί του τρεις φορές)
2. ακαμάτης,
ο = ανεπρόκοπος, τεμπέλης.
3. σύψυχος,
-η, -ο = με όλες τις ψυχές, με όλους τους ανθρώπους.
4. βαρυγκωμώ
= δυσανασχετώ.
5. κουσούρια,
τα = τα ελαττώματα.
6. μούργα, η
= το κατακάθι.
7. μεστώνω =
ωριμάζω.
8. ρουμάνια,
τα = οι δασώδεις περιοχές.
9. θαρρώ =
νομίζω, πιστεύω.
10.
στερνοπαίδι, το = το τελευταίο παιδί.
11.
τοκογλύφος, ο = άτομο που δανείζει χρήματα παράνομα με πολύ υψηλό τόκο.
12. πρέζα, η =
μικρή ποσότητα, όση μπορούν να πιάσουν τα τρία δάχτυλα του χεριού.
13.
χρηματιστής, ο = πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τη συμμετοχή σε χρηματιστηριακές
διαπραγματεύσεις, μεσίτης.
14. σκοτούρα,
η = ο προβληματισμός, το βάσανο.
15.
μπερμπάντης, ο = πονηρός άνθρωπος, γυναικοκατακτητής.
16. κατάστιχα,
τα = τα βιβλία που σημειώνονται τα χρέη.
17. αποσώνω =
τελειώνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου