ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΦΩΤΑ ΟΛΟΦΩΤΑ



ΦΩΤΑ ΟΛΟΦΩΤΑ

Κινδύνευε να βυθιστεί στο κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέοντας ανάμεσα σε βουνά κυμάτων, που το καθένα τους ήταν αρκετό να αναποδογυρίσει πολλά και δυνατά σκάφη και να μην αποκάμει, και σε αβύσσους, που καθεμιά θα ήταν ικανή να καταπιεί εκατό καράβια και να μη χορτάσει. Λίγο ακόμα και θα καταποντιζόταν[1]. Άγριος φυσούσε βοριάς οργώνοντας βαθιά τα κύματα και η μικρή φελούκα[2], για να μην αρμενίσει[3] καταπάνω στον αέρα, είχε μαϊνάρει[4] το πανί της και είχε μείνει ξυλάρμενη[5] και ορτσάριζε[6] και δοκίμαζε να κάνει βόλτες. Του κάκου. Μετά από λίγο η θάλασσα πήρε την ελεεινή φελούκα στην εξουσία της και ο άνεμος την έσυρε εδώ κι εκεί και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης ξέμαθε στη στιγμή όσες βλαστήμιες ήξερε και προσπαθούσε να κάνει την προσευχή του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεφτάχρονος, γδυνόταν κι ετοιμαζόταν να πέσει στη θάλασσα ελπίζοντας να σωθεί κολυμπώντας και ο μόνος επιβάτης τους, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιγε κι έβρισκε πως δεν άξιζε τον κόπο να ταξιδέψει κάποιος σε τόση θάλασσα για να πνιγεί, αφού η γη ήταν ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.
Κινδύνευε να πεθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νιόνυφη, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προηγούμενης μέρας τη μαμή[7] την Μπαλαλίνα και την Σωσσάνα. Οι δυο γυναίκες, τεχνίτρες στο είδος τους, και η μητέρα του συζύγου της γυναίκας που κοιλοπονούσε, φιλόστοργη, όπως κάθε πεθερά που δεν επιθυμεί το θάνατο της νύφης της όταν αυτή είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδί για να ασφαλιστεί η κληρονομιά της προίκας, προσπαθούσαν, όσο το δυνατό, ν’ ανακουφίσουν τους πόνους της ετοιμόγεννης γυναίκας. Και είχε ανατείλει ήδη η άλλη μέρα και ακόμα η γυναίκα κοιλοπονούσε και η μαμή και η βοηθός της και η πεθερά τη συμπονούσαν και ο καλογερόπαπας[8] απ’ το Μετόχι του Αγίου Σπυρίδωνα είχε πάρει εντολή να ψάλει μικρή και μεγάλη παράκληση, για να βοηθηθεί η ετοιμόγεννη.
Το σπιτάκι βρισκόταν πάνω στην κορυφή του μικρού νησιού προς το νότο. Το πρωί της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντίκρυ αγωνιώντας πάνω στα κύματα και τα δυο παιδιά του γιαλού, από κείνα που περνούν τον καιρό τους κάτω από τον ταρσανά[9], μη γνωρίζοντας στην ξηρά άλλη ασχολία από τις συρμένες έξω φελούκες, ούτε άλλο παιχνίδι από τη θάλασσα, ήρθαν να πάρουν τα συχαρίκια[10] της Πλανταρούς ακούγοντας την είδηση από περατάρηδες[11], που είχαν αναγνωρίσει από μακριά τη βάρκα. Και τότε η Πλανταρού είδε και κατάλαβε από την τρικυμία του πελάγους ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινε στα κύματα και κινδύνευε να βουλιάξει. Και τότε κατάλαβε τι θα πει να ‘χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Γιατί διπλή χαρά θα ήταν να έφτανε με το καλό ο γιος της και να γεννούσε με το καλό η νύφη της∙ τριπλή τρομάρα θα ήταν ο κίνδυνος του γιου της, ο κίνδυνος της νύφης της και ο κίνδυνος του μωρού που περίμεναν. Ίσως θα ήταν και τετραπλή η τρομάρα αν ερχόταν να προστεθεί και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύφη της γεννήσει …κορίτσι.

* * *

Πάνω στην κορυφή του λόφου βρισκόταν το μοναχικό σπιτάκι και κάτω στην ακρογιαλιά ήταν χτισμένο το χωριό. Διακόσια σπίτια ψαράδων, περατάρηδων και ναυτικών. Ένα μίλι απείχε το σπιτάκι απ’ το χωριό. Υπήρχε ένας μικρός ανασφαλής όρμος[12], αλλά δεν ήταν λιμάνι. Έβλεπε μόνο προς το νότο. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήταν ορατή από το μικρό χωριό, ορατή και από το απομονωμένο σπιτάκι.
Η Πλανταρού άρχισε τότε να κατηγορεί το γιο της για την τόλμη και την αποκοτιά[13] του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάνει ταξίδι; Δεν άκουγε, ο ξεροκέφαλος, τη μάνα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έρθει. Ο σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν καρτερούσε, ο απόκοτος[14], δυο τρεις μέρες να φωτιστούν τα νερά, ν’ αγιαστούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν οι καλικάντζαροι; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.
Όσο υψωνόταν ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσο αυξανόταν και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύφη της, στηριγμένη από πίσω από την Μπαλαλού και κρεμασμένη από μπροστά από το σβέρκο της Σωσσάνας, μούγκριζε σαν αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, στο πέλαγος, φαινόταν ότι απομάκρυνε το βαρκάκι αντί να το φέρει στην ακτή. Η βάρκα ολοένα ξέπεφτε πιο μακριά, χανόταν απ’ το βλέμμα. Στη νύφη της η Πλανταρού φυλάχτηκε να μην πει τίποτα. Μόνο έβγαινε συχνά στον εξώστη παριστάνοντας πως ήθελε να κουβαλήσει το ένα και το άλλο κι έμενε ώρα πολλή και κοίταζε. Δεν έμπαινε ξανά μέσα αν δεν τη φώναζε η μαμή η Μπαλαλού.
Πλησίαζε ήδη το μεσημέρι και η αγωνία της Πλανταρούς έφτασε στο κατακόρυφο. Δε φαινόταν πια να υπάρχει ελπίδα. Ο γιος της θα πνιγόταν εκεί, στο άσπλαχνο πέλαγος, και τη νύφη της μαζί με το έμβρυο θα τη σκέπαζε η «μαύρη γης».
Τέλος, η γριά απόκαμε. Η βάρκα έγινε άφαντη… Και η γυναίκα του γιου της γέννησε …αγόρι. Ω, το στρίγκλικο, το κακοπόδαρο! Ω, το γρουσούζικο, που έφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάξτε το στο γιαλό, να πάει να βρει τον πατέρα του! Κι αυτή η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη[15], αυτή η λεχώνα[16] η λοχεμένη[17]!... Μπορείς, μαμή, να την καρυδοπνίξεις, εκειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χερούκλα σου και της κλήρας[18] το λαιμό, πως γεννήθηκε πεθαμένο το παιδί και πως η μάνα τελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, μπορείς;

* * *

Δεν τη σκέπασε η μαύρη γης την ταλαίπωρη μητέρα μαζί με τον καρπό των σπλάχνων της και το πέλαγος, σπλαχνικό, δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχή του και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει ξανά το πουκάμισο και τη βράκα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής πείστηκε πως ήταν καλός χριστιανός και πως ήταν προορισμένος να θαφτεί στο ευλογημένο χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει το δειλινό και ο κυβερνήτης κουμαντάριζε το μικρό σκάφος. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήρθε η φελούκα σε μέρος απάγκιο[19], δίπλα στην ξηρά, λίγα μίλια μακριά από το μικρό όρμο. Γι’ αυτό η βάρκα είχε γίνει άφαντη από τα μάτια της Πλανταρούς, που δεν είχε πάψει ν’ αγναντεύει από το ύψος του εξώστη. Έφτασε μάλιστα με ασφάλεια στον όρμο μόλις έπεσε εντελώς ο άνεμος με το ηλιοβασίλεμα.
Δεύτερα συχαρίκια πήραν της Πλανταρούς. Ο γιος της, στάζοντας αλάτι, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφτασε στο σπιτάκι την ώρα που νύχτωσε κι εκεί μόνο έμαθε τη χαρμόσυνη είδηση ότι η γυναίκα του του είχε γεννήσει κληρονόμο.

* * *

Την επόμενη μέρα ήταν Φώτα. Την άλλη μέρα Ολόφωτα. Το βράδυ της μεγάλης γιορτής, με τα τριήμερα της λεχώνας και του παιδιού, έβαλαν τη σκάφη κάτω στο πάτωμα και τη γέμισαν με χλιαρό νερό, βρασμένο με δάφνες και μυρτιές. Ήταν η ώρα να κάνουν τα «κολυμπίδια»[20] του παιδιού.
Η καλή μαμή, η Μπαλαλού, ξάπλωσε το βρέφος μαλακά πάνω στα απλωμένα πόδια της και άρχισε να λύνει τα σπάργανα[21]. Είχε νυχτώσει. Μια λάμπα και δυο κεριά έκαιγαν πάνω στο χαμηλό τραπέζι. Το παιδί, παχύ, με μεγάλο πρόσωπο, με ροδαλή επιδερμίδα, με μάτια γαλανά και βλέμμα έκπληκτο, ανάσαινε και αισθανόταν άνεση καθώς απαλλασσόταν από τα σπάργανα.
Γελούσε προς το φως, που το έβλεπε και άπλωνε το μικρό του χέρι για να πιάσει το φλόγα. Το άλλο χέρι το είχε βάλει στο στόμα του και πιπίλιζε, πιπίλιζε. Τι αισθανόταν; Απερίγραπτο.
Η καλή μαμή αφαίρεσε όλα τα σπάργανα, έβγαλε τρυφερά τη φουστίτσα και το πουκάμισο του βρέφους και το έριξε απαλά στη σκάφη. Άρχισε να το πλένει και να αφαιρεί τα άλατα που του είχε στρώσει τη στιγμή της γέννησης, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφαίρεσε και το βαμβάκι που είχε τυλίξει τα μάγουλα και το σαγόνι του παιδιού, για να κάνει άσπρα γένια.
Πήρε και τη μασιά, τη σιδερένια τσιμπίδα, από το τζάκι και την έβαλε μέσα στη σκάφη, για να γίνει το παιδί σιδεροκέφαλο[22].
Το βρέφος άρχισε να κλαψουρίζει, ενώ η μαμή εξακολουθούσε να το πλένει μαλακά και να του λέει χαϊδευτικά ονόματα : «Όχι, χαδούλη μου, όχι, χαϊδιάρη μου! Όχι, κεφάλα μου, όχι, πάπιο μου, χήνο μου!». Και συγχρόνως ο πατέρας, η μητέρα, η μαμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι που ήταν παρόντες έριχναν ασημένια νομίσματα, για ν’ ασημώσουν[23] το παιδί. Τα ακουμπούσαν απαλά πάνω στο στέρνο και στην κοιλιά του βρέφους και, γλιστρώντας, έπεφταν στον πάτο της σκάφης.
Το παιδί δεν σταματούσε να κλαίει και η μαμή το κολύμπιζε ακόμη, το κολύμπιζε. Κολύμπα, παιδί μου, στη σκάφη σου, κολύμπα και βγάλε την αρμύρα σου στο γλυκό νερό. Θα έρθει καιρός που θα κολυμπάς στο αρμυρό κύμα, όπως κολύμπησε όλος, χτες ακόμη, ο πατέρας σου με τη σκάφη του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών»[24].

* * *

Την άλλη μέρα, γιορτή της Σύναξης του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, επρόκειτο να βαφτιστεί το παιδί, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί τις παραμονές της γιορτής, πριν περάσουν εντελώς τα Φώτα. Αλλά το βράδυ, μετά τα κολυμπίδια, έκαναν τραπέζι στο σπίτι. Η μαμή μάζεψε με προσοχή όλα τα ασημένια κέρματα, τάλιρα και σβάντζικα[25] και δραχμές, τα κομπόδεσε στο μαντίλι της, ενώ όσοι ήταν εκεί φώναζαν γύρω γύρω : «Να ζήσει! Σιδεροκέφαλος!» και εύχονταν και στη μαμή «Καλή ψυχή».
Μετά η Μπαλαλού σφούγγισε καλά το παιδί με μια μεγάλη λευκή πετσέτα, του φόρεσε καινούριο καθαρό πουκάμισο και ποδίτσα, το σήκωσε πάνω στα πόδια της και άρχισε να το τυλίγει με τα σπάργανα.
Ο ζωέμπορος ο Πραματής είχε έρθει στα κολυμπίδια και δήλωσε ότι ήθελε να γίνει νονός του βρέφους στη μνήμη του προχτεσινού κινδύνου στη θάλασσα και της διάσωσης.
Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε έρθει ως την πόρτα και στεκόταν κοιτάζοντας από μακριά την τελετή. Ο γείτονας, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί στο σπίτι από πέρσι, από τη μέρα του γάμου. Αλλά εκείνο το βράδυ πήρε τη γυναίκα του, τη Δελχαρώ, και τα παιδιά του, που δυο απ’ αυτά κρατούσε αυτός αρμαθιαστά[26] από το ένα χέρι, το ένα πεντάχρονο και το άλλο τετράχρονο, το τρίτο, ένα δίχρονο, το κρατούσε κάτω απ’ τη μασχάλη, ένα πενταμηνίτικο βρέφος το βύζαινε στο στήθος της η γυναίκα του, κι άλλα δυο εφτά και οχτώ χρονών την ακολουθούσαν κρατώντας το φουστάνι της, και χαμογελώντας παρουσιάστηκε χαρούμενος για τη χαρά του συγγενή του, γεμάτος ευχές και συγχαρητήρια.
Κάθισαν όλοι στο τραπέζι. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμή, αριστερά η Σωσσάνα, η βοηθός, καταμεσής ο πατέρας του μωρού. Δεξιά της Σωσσάνας η Πλανταρού και κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δυο τρεις άλλοι. Τον υπόλοιπο χώρο τον έπιασε ο Δημήτρης ο Σκιαδερός και η φαμελιά του.
Άρχισαν να τρώνε. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν ταίριαζαν εύκολα. Φώναζαν, γκρίνιαζαν κι έκαναν θόρυβο. Το ένα ήθελε τσιτσί[27], το άλλο ήθελε μαμμά[28]. Το τρίτο, κλαίγοντας, ζητούσε νερό. Το τέταρτο ήθελε γλυκό, δεν του άρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρη η λεχώνα υπέφερε κάπως από το θόρυβο.
Άρχισαν οι προπόσεις[29]. Εύχονταν στον πατέρα να του ζήσει και στη λεχώνα «καλή σαράντιση[30]». Πρώτη ήπιε η μαμή, δεύτερος ο πατέρας, τρίτη η γριά Σωσσάννα.
Όταν ήρθε η σειρά της Πλανταρούς να πιει στη υγεία της νύφης της, ευχήθηκε με τρεις διαφορετικούς τόνους φωνής
- Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’… αστοχιά[31] στο λόγο μου!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Το διήγημα γράφτηκε το 1894

Μεταγραφή πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης Φιλελές, 2020



[1] καταποντίζομαι = βουλιάζω.
[2] η φελούκα (ιταλικά feluca) = μικρή βάρκα με κουπιά και πανιά.
[3] αρμενίζω = ταξιδεύω.
[4] μαϊνάρω (βενετικά mainar) = χαλαρώνω.
[5] ξυλάρμενο = ιστιοφόρο που πλέει με μαζεμένα τα πανιά.
[6] ορτσάρω (ιταλικά orzare) = οδηγώ ιστιοφόρο αντίθετα στη φορά του ανέμου.
[7] η μαμή = η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να ξεγεννά τις εγκύους.
[8] ο καλογερόπαπας = ο καλόγερος που χειροτονήθηκε ιερέας.
[9] ο ταρσανάς (τουρκικά tersane) = το ναυπηγείο.
[10] τα συχαρίκια = το φιλοδώρημα που δίνεται σ’ εκείνον που μεταφέρει πρώτος μια χαρμόσυνη είδηση.
[11] ο περατάρης = αυτός που μεταφέρει με βάρκα ταξιδιώτες στην απέναντι όχθη.
[12] ο όρμος = ο μικρός κόλπος.
[13] η αποκοτιά = το παράτολμο θάρρος.
[14] απόκοτος = παράτολμος, θρασύς.
[15] στερεμένη = γυναίκα που δεν έχει πια γάλα.
[16] η λεχώνα = η γυναίκα που έχει γεννήσει πρόσφατα.
[17] λοχεμένη = γυναίκα που της έχουν κάνει μάγια.
[18] η κλήρα = το παιδί.
[19] το απάγκιο = το απάνεμο μέρος.
[20] τα κολυμπίδια = τελετουργικό μπάνιο του βρέφους με την παρουσία της μαμής, του νονού και άλλων συγγενών την τρίτη μέρα από τη γέννησή του.
[21] τα σπάργανα = οι φασκιές που τυλίγουν τα βρέφη.
[22] σιδεροκέφαλος = γερός, υγιής.
[23] ασημώνω = προσφέρω χρήματα για καλή τύχη.
[24] Φωνή Κυρίου… επί των υδάτων πολλών = απόσπασμα από τον 28ο Ψαλμό του Δαυΐδ.
[25] το σβάντζικο (γερμανικά zwanzig) = αυστριακό νόμισμα των είκοσι κρόιτσερ, που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
[26] αρμαθιαστά = ο τρόπος περνάμε όμοια αντικείμενα σε ένα κρίκο ή σε σύρμα.
[27] τσιτσί = χαϊδευτική λέξη για το κρέας.
[28] μαμμά = χαϊδευτική λέξη για το ψωμί.
[29] η πρόποση = ευχή που δίνεται με το ποτήρι στο χέρι.
[30] η σαράντιση = ευχή που δίνεται στη λεχώνα από τον ιερέα με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννηση του βρέφους.
[31] η αστοχιά = το σφάλμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: