ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ
Νύχτα των Θεοφανείων.
Οι δρόμοι είχαν ερημώσει από νωρίς. Όλη τη μέρα ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν
φορτωμένη υγρασία.
Ήταν και σκοτάδι.
Στο καφενείο του Γιώργη έσβησε το τελευταίο φως. Βγήκαν δυο, στάθηκαν λιγάκι
στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν την Ακαδημίας και ανηφόρισαν σε κάποια πάροδο.
Στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα ακορντεόν. Μέσα στη σιωπή ο γνώριμος σκοπός
δεν κρατούσε τίποτα από τις παλιές ρομαντικές συγκινήσεις. Ήρθε βαρύς, σαν
υπόκρουση[1] σε
κάποια καταθλιπτική ιστορία. Το όργανο κράτησε κάμποσο τα ακομπανιαμέντα[2] και
ύστερα άρχισε η τετραφωνία. Τράβηξε πρώτος την κορόνα[3] του ο
τενόρος[4]:
― Κελαηδήστε!
Ακολούθησαν κι οι
άλλοι:
― Ωραία μου,
πουλάκια, κελαηδήστε…
Όλα ήταν στη θέση
τους : οι τενόροι, τα σεκόντα[5], τα
βαρύτονα[6] και οι
μπασαδούρες[7].
Δεν έλειπαν και οι γυναικείες φωνές.
― Αυτοί είναι! είπε
ο ένας απ’ τους δυο. Και πού το διαλέξαν οι διαβόλοι το τραγούδι; Πόσοι να
’ναι;
― Ολόκληρη
ορχήστρα πνευστών και εγχόρδων.
― Σε μια ώρα
υπολογίζω να τελειώνουμε!...
― Ο δρόμος είναι
μικρός. Από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλο συνεργείο.
― Από ποιους;
― Δεν ξέρω. Ο
Τηλέμαχος είπε πως από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλοι…
Από την αρχή του
δρόμου ως την εκκλησία ήταν δυο τετράγωνα. Μέσα σε μια ώρα σ’ όλα εκείνα τα σπίτια
έπρεπε να γραφτούν κάμποσα συνθήματα που τα είχε αφήσει στο καφενείο το πρωί ο
Τηλέμαχος, και ο Κοσμάς με το μαστρο-Γιάννη τα είχαν μάθει απ’ έξω. Οι δυο
εκείνοι είχαν αναλάβει να τα γράψουν. Κάτω από τα παλτά τους τυλιγμένα με κάτι
εφημερίδες κρατούσαν τα πινέλα. Οι μπογιές είχαν προπορευτεί. Δυο ΕΠΟΝίτες[8] είχαν
από το πρωί κάνει την αναγνώριση. Μόλις νύχτωσε, κουβάλησαν και τις μπογιές σε
κάτι τενεκεδένια κουτιά και τις βόλεψαν εκεί κοντά σε μέρη που είχαν επισημάνει
από τη μέρα.
Ο μαστρο-Γιάννης
κι ο Κοσμάς μόνο που δεν έτρεχαν. Ο Κοσμάς ήταν ακόμα πρωτάρης, αυτή ήταν η
πρώτη φορά που έβγαινε να γράψει συνθήματα.
― Προ παντός να
μην τρέμει το χέρι! τον συμβούλεψε ο μαστρο-Γιώργης. Τα γράμματα πρέπει να
βγαίνουν κούκλες. Όμορφα, μα και παλικαρίσια. Και να μην έχουν και λάθη, γιατί
θα μας λεν και αγράμματους. Και το κυριότερο, Κοσμά, να μη φαίνεται
τσαπατσουλιά[9]
και βιασύνη. Βούτα το πινέλο στη μπογιά, ύστερα τράβα το απότομα και
στριφογύρνα για να μη στάξουν οι μπογιές απάνω σου. Και κόλλα το κατευθείαν στο
ντουβάρι. Τα χέρια να πηγαίνουν αστραπή.
Στο μεταξύ το
τραγούδι ακουγόταν πιο κοντά. Είχαν τελειώσει το «κελαηδήστε», το ακορντεόν
τράβηξε κάμποσα ακομπανιαμέντα κι ύστερα «μπήκε» ο βαρύτονος:
«Πάμε φίλοι εις τον Βάκχον
όλοι
μας σαν παλικάρια…»
― Τον ακούς; είπε
ο μαστρο-Γιώργης. Είναι ο Φώτης ο κουρέας. Τραγουδάει λες και κάνει μιζανπλί[10] ο
μασκαράς.
Ο Κοσμάς γέλασε.
Ο Φώτης ήταν ο υπεύθυνος μιας τριάδας και τα πάρε-δώσε μαζί του τα κρατούσε ο
Κοσμάς. Τελευταία ο Φώτης τον είχε φάει πως ήταν κάποιο σοβαρό ζήτημα, που
ήθελε να «βάλει» στην οργάνωση. Μα όλο και τ’ ανάβαλλε. Τέλος, μια μέρα που τον
βρήκε μοναχό στο κουρείο, ανοίχτηκε : ήθελε να έχει τη γνώμη της οργάνωσης
προκειμένου να παντρευτεί. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αρραβωνιαστεί πριν μπει
στην οργάνωση. Τώρα όμως εκείνος μπήκε στην οργάνωση, ενώ η αρραβωνιαστικιά του
δεν ήταν οργανωμένη. Ο Κοσμάς το βρήκε κι αυτός το ζήτημα σοβαρό και
συμβουλεύτηκε τον Τηλέμαχο. Και κει τον πήραν στο ψιλό[11].
―Καλύτερα να
έλειπε αυτή η χορωδία και η φασαρία της, είπε ο Κοσμάς. Κακό κάνει παρά καλό.
Με τη φασαρία της, είναι σα να τους λέει εδώ είμαστε!
― Δεν έχεις
δίκιο! είπε ο Γιώργης. Εκεί στην άκρη του δρόμου κάθεται μια ΕΠΟΝίτισσα. Οι
νεολαίοι τώρα είναι μαζεμένοι στην αυλή της και από κει ελέγχουν όλο το δρόμο.
Εσύ έχε το νου σου : άμα τραγουδούν καντάδες θα πει πώς είναι ήσυχα. Άμα συμβεί
τίποτα, θα αρχίσουν τα «Κύματα του Δουνάβεως»[12], οπότε
πρέπει να του δίνεις. Παράτα πινέλα και μπογιές και γίνου Λούης[13]… Αλλά
τέτοια νύχτα κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει[14]…
― …Τώρα που έχει
πολύ σκοτάδι, συνέχιζε ο Γιώργης, εσύ μην αρχίσεις να γράφεις αμέσως. Άφησε
πρώτα να συνηθίσει το μάτι σου απάνω στο ντουβάρι, μέτρησε την απόσταση κι
ανάλογα με το σύνθημα που έχεις, κανόνισε και τα γράμματα, έτσι που να είναι
όλα ένα μπόι. Και μην τ’ αφήνεις έτσι ξερά. Κόλλα τους κι από μια ουρίτσα να
γίνονται της καλλιγραφίας.
Μιλούσε για τα
συνθήματα κι έλεγες πως στεκόταν πίσω από τον καράπαπα[15] και
φανέρωνε στους θεριακλήδες[16] τα
μυστικά της τέχνης του.
― Και προσοχή,
Κοσμά, στα θαυμαστικά. Όταν τελειώνεις το σύνθημα, τράβα κι από ένα θαυμαστικό.
Τα σύνθημα χωρίς θαυμαστικό είναι λες και του λείπει το καύκαλο[17]. Το
θαυμαστικό κάνε το μεγάλο, να φωνάζει μοναχό του και να τον σταματάει τον άλλο
από μακριά…
― … Κι άμα, που
λες, τελειώνει το κάθε σύνθημα, γράφε και ένα ΕΑΜ[18], τα
γράμματα να είναι σε απόσταση το ένα από το άλλο, μα με τελείες να μην τα
χωρίζεις.
― Να πετάξω και
κανένα σφυροδρέπανο από κάτω; τον πείραξε ο Κοσμάς.
― Μην το λες
αστεία και την έπαθα ένα βράδυ, είπε ο μαστρο-Γιώργης. Είχα γράψει ένα σύνθημα
κούκλα: «Πατριώτη, όποιος κι αν είσαι, οργανώσου στο ΕΑΜ» κι από κάτω
αφαιρέθηκα και πετάω ένα σφυροδρέπανο[19] δυο
μπόγια. Και το πλήρωσα ―τη μάνα του― με βαριά μομφή[20] και
προειδοποίηση διαγραφής.
Στο μεταξύ είχαν
φτάσει. Από τη χορωδία έκοψαν δυο και πλησίασαν. Ήταν δυο κορίτσια. Τη μια ο
Κοσμάς την ήξερε. Ήταν εργάτρια σε μια φάμπρικα[21] κοντά
στη πλατεία Αττικής. Πριν ένα μήνα οι Γερμανοί της είχαν σκοτώσει τον αδελφό.
Μαζί με τα
κορίτσια ήρθε και ο ακορντεονίστας. Αυτός ανάγγειλε μια μικρή μεταβολή στο
πρόγραμμα. Αν έρχονταν τίποτα Γερμανοί ή της Ασφάλειας δεν θα έπαιζε, είπε, τα
«Κύματα του Δουνάβεως», παρά λόγω της ημέρας θα το γύριζε στο «Σήμερα
βαφτίζεται ο Χριστός»[22].
― Σύμφωνοι, είπε
ο μαστρο-Γιώργης. Αινείτε τον Κύριο. Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις…[23]
Η εργάτρια πήγε
με το μαστρο-Γιώργη. Η άλλη ήταν ένα βαρελάκι τόσο δα. Την έβλεπε ο Κοσμάς και
θυμόταν το γέρο Κατσωτάκη: «ένας μπόμπιρας[24] σας
λέγω!...».
― Έλα,
συναγωνιστή! είπε του Κοσμά και πήρε την άλλη μεριά του δρόμου.
Σταμάτησε μπροστά
σε μια πέτρινη μάντρα. Το ντουβάρι ήταν κιόλας ασπρισμένο.
― Εγώ το άσπρισα,
είπε το κορίτσι. Όσο να έρθετε, έφερα ασβέστη και το άσπρισα. Είναι ακόμα
φρέσκο. Μα δεν πειράζει. Αν δεν πιάσει καμιά βροχή, θα στεγνώσει γρήγορα. Τι θα
γράψουμε;
Ο Κοσμάς μέτρησε
το ασπρισμένο ντουβάρι με το μάτι και διάλεξε το σύνθημα. Βούτηξε το πινέλο
στον κουβά που κρατούσε το κορίτσι, το στριφογύρισε στα σβέλτα για να μη
σουρώσουν οι μπογιές και τράβηξε την πρώτη πινελιά. Μα στο ντουβάρι φάνηκε
μονάχα μια μουτζούρα.
― Μη βιάζεσαι
τόσο! είπε το κορίτσι. Πρώτη φορά γράφεις;
― Πρώτη.
― Μη βιάζεσαι. Να
τραβάς το πινέλο μαλακότερα.
Δοκίμασε και πιο
αργά. Καθώς είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, οι μπογιές έπεσαν απάνω του. Με πολλά βάσανα
έγραψε την πρώτη λέξη: ΚΑΤΩ… Από την άλλη μεριά ο μαστρο-Γιώργης είχε κάνει
φτερά. Όσο να γράψει την πρώτη λέξη ο Κοσμάς, αυτός είχε τελειώσει με τα δυο
πρώτα συνθήματα. Πήγαινε τρέχοντας.
― Έτσι θα μας
πιάσει το πρωί, συναγωνιστή, είπε η μικρή. Κράτα δω!
Του έδωσε τον
κουβά και πήρε το πινέλο.
― Τι να γράψω
τώρα;
Ο Κοσμάς της είπε
το σύνθημα : Κάτω η πολιτική επιστράτευση[25].
― Τι επιστράτευση
πάλι είναι αυτή;
― Οι Γερμανοί
θέλουν να μας επιστρατεύσουν, της είπε. Να μας πάρουν εργάτες στα οχυρωματικά
έργα.
― Από δω θα
πάρουν! ― κι άρχισε να γράφει. Λέγε μου τώρα τις λέξεις μία μία.
― Πολιτική, είπε
ο Κοσμάς.
Εκείνη έγραψε
γρήγορα το Π.
― Το άλλο πώς
γράφεται; Σκέψου καλά γιατί πρέπει να είναι και με ορθογραφία.
― Όμικρον! Είπε ο
Κοσμάς.
Δε φάνηκε να τη
φώτισε.
― Δηλαδή κουλούρα
ή από το άλλο;
― Κουλούρα.
― Έτσι πες.
Μιλούσε κι
έγραφε. Τα χέρια της πήγαιναν γρήγορα.
― Πού δουλεύεις;
Τη ρώτησε ο Κοσμάς.
― Μαζί με τη
Γεωργία, στη φάμπρικα.
― Και πώς σε
λένε;
― Παναγιώτα. Εσύ
δε με ξέρεις, όμως εγώ σε ξέρω.
― Με ξέρεις; Από
πού;
― Σε ξέρω!
Το μαστρο-Γιώργη
τον πήγαιναν τώρα από κοντά. Και το ακορντεόν έπαιζε συνέχεια καντάδες[26]. Στο
τελευταίο σύνθημα τα δυο συνεργεία βρέθηκαν αντίκρυ. Έγραφε τη στιγμή εκείνη ο
Κοσμάς, που δούλευε τώρα λιγάκι με άνεση. Τα γράμματα έβγαιναν όπως τα ήθελε ο
μαστρο-Γιώργης : παλικαρίσια και όμορφα. Όπου το σήκωνε η περίσταση, τραβούσε ο
Κοσμάς καμιά ουρά ακολουθώντας τη συνταγή του μάστορα. Η Παναγιώτα ήταν
ενθουσιασμένη.
― Μπράβο! του
έλεγε. Αυτό το ’γραψες καλά.
― Από πού με
ξέρεις όμως δε μου είπες.
― Στη διαδήλωση
σε είδα!
― Πότε;
― Στο άγαλμα του
Κολοκοτρώνη, δε θυμάσαι; Ήμουνα με τη Γιάννα.
― Ξέρεις τη
Γιάννα;
Η Παναγιώτα δεν
πρόλαβε να απαντήσει. Η χορωδία το γύρισε ξαφνικά στα κάλαντα. Ο Κοσμάς σταμάτησε
κι αφουγκράστηκε.
― Πάμε! φώναξε η
Παναγιώτα.
― Μια στιγμή και
τελειώνω, είπε ο Κοσμάς κι άρχισε να τραβά βιαστικά πινελιές.
Το σύνθημα όμως
έμεινε μισοτελειωμένο. Από ψηλά κάποιος έφτασε τρέχοντας. Ο Κοσμάς άκουσε
λαχανητά και γυναικεία φωνή.
― Έρχονται!
Η Παναγιώτα το
έβαλε στα σβέλτα στα πόδια. Από αντίκρυ είχε γίνει άφαντος κι ο μαστρο-Γιώργης.
Το κορίτσι που είχε έρθει, πέρασε τρέχοντας στο πλάι του και ο Κοσμάς την
ακολούθησε. Πέρα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ο δρόμος φωτιζόταν κιόλας από
τα φανάρια των αυτοκινήτων.
Ο Κοσμάς έφτασε
πλάι στο κορίτσι που έτρεχε.
― Πρέπει να
στρίψουμε, είπε, θα μας δουν.
Εκείνη, που
φαίνεται τον γνώρισε αμέσως, δε μίλησε. Έτρεξε λιγάκι, ύστερα στάθηκε, έστριψε
και σκαρφάλωσε σε μια σιδερένια πόρτα και πήδησε. Τη στιγμή που πηδούσε κι ο
Κοσμάς, τα φανάρια του αυτοκινήτου φώτιζαν πέρα το δρόμο. Το φως έπεφτε απάνω
στην Παναγιώτα που έτρεχε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Από τις καρότσες πήδησαν
και φώτιζαν με τους φακούς τους τους τοίχους. Κάποιος σκόνταψε στον τενεκέ με
τις μπογιές κι άρχισε τις βλαστήμιες. Φάνηκε κι ένας άλλος που είχε αρπάξει τον
κουβά και τον άδειαζε πάνω στο ντουβάρι που είχε ασπρίσει η Παναγιώτα.
Ο Κοσμάς πήδησε.
Είχε πέσει μέσα σ’ έναν κήπο. Το κορίτσι είχε σταθεί πλάι του ακουμπώντας στον
τοίχο.
― Πρέπει να
φεύγουμε! είπε ο Κοσμάς.
Εκείνη πάλι δεν
του απάντησε και τότε ο Κοσμάς γύρισε και την είδε.
Η Γιάννα δεν τον
άφησε να μιλήσει.
― Μη μιλάς, του
είπε ψιθυριστά. Έλα κοντά μου!
Πήραν κολλητά τον
τοίχο. Στο δρόμο ακούγονταν που έτρεχαν. Στο σπίτι που ήταν η χορωδία έπεσαν
πυροβολισμοί. Τότε μέσα στον κήπο γαύγισαν τα σκυλιά κι εκεί στο πλάι ξύπνησαν
κάτι κότες. Είχαν βρεθεί σ’ ένα σανιδένιο κοτέτσι σκεπασμένο με λαμαρίνα.
Πέρασαν και κρύφτηκαν πίσω.
Κάπου μία ώρα έμειναν
μέσα στον έρημο κήπο. Απ’ έξω στο δρόμο δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Ήταν Γερμανοί
και χωροφύλακες. Έτρεχαν απάνω κάτω, και τ’ αυτοκίνητα πότε πήγαιναν μπροστά,
πότε γύριζαν πίσω. Δυο τρεις σκαρφάλωσαν και στη μάντρα κι έψαχναν με τους
φακούς τον κήπο. Έψαξαν παντού, δεν είδαν τίποτα και κατόπιν έριξαν το φως
απάνω στο σκύλο που είχε στριμωχτεί στη γωνία και κλαψούριζε από τη λαχτάρα
του.
― Τον βάνουμε,
ρε, στο σημάδι; είπε κάποιος.
Ο άλλος βρέθηκε
πιο λογικός:
― Μα με τους
σκύλους θα τα βάλουμε τώρα; Να στριμώχναμε κανένα κουκουέ…[27]
Ύστερα ο δρόμος
πήρε σιγά σιγά να ησυχάζει. Ακούστηκαν και τ’ αυτοκίνητα που έφευγαν και
κατόπιν έγινε ησυχία, μια ησυχία δίχως τέλος.
Η Γιάννα σηκώθηκε
κι αφουγκράστηκε κατά τη μεριά του δρόμου. Σηκώθηκε κι ο Κοσμάς.
― Θα βγούμε από
την άλλη μεριά! είπε η Γιάννα.
Έφτασε στο
ντουβάρι κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Μα ο Κοσμάς ανέβηκε πρώτος. Όπως έκανε ν’
ανεβεί, η Γιάννα τον σταμάτησε.
― Τι είναι αυτό; του
είπε.
Στο χέρι του ο
Κοσμάς κρατούσε ακόμη το πινέλο. Ανέβηκε στα κάγκελα, κοίταξε πέρα τον έρημο
δρόμο κι έδωσε χέρι στη Γιάννα.
Πήγαν κάμποσο
μαζί. Στον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, η Γιάννα στάθηκε.
― Εδώ θα
χωρίσουμε, του είπε. Δώσε και το πινέλο, γιατί εγώ θα πάω εδώ κοντά. Εσύ μένεις
μακριά;
― Είναι κάμποσο.
― Η ώρα
πλησιάζει, πρέπει να βιαστείς. Καληνύχτα.
Τι του ήρθε;
Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τη χάσει έτσι, όπως τότε. Αυτούς τους δύσκολους
μήνες την είχε αναζητήσει πολύ κι έπρεπε να της το πει― να της το πει απόψε
κιόλας πόσο του έλειψε. Τη φώναξε:
― Γιάννα!
Στάθηκε.
Μα παλιά και νέα
χτυποκάρδια σηκωθήκαν σε μια στιγμή και του χάλασαν τη σειρά. Τι να της πει;
Κι άξαφνα, από
πού του κατέβηκε τη στιγμή εκείνη η αμαρτωλή σκέψη; Υποψίες που είχαν γεννηθεί,
ποιος ξέρει πότε― υποψίες που δεν τις είχε αντικρίσει φανερά, παρά έβοσκαν
κρυμμένες, σηκώθηκαν όλες μαζί.
― Θα σε ρωτήσω
κάτι, Γιάννα, μα να μου πεις την αλήθεια.
Στεκόταν αντίκρυ
του σιωπηλή και σκοτεινή σαν το αίνιγμα.
― Πες μου, της
είπε, τον αγαπάς τον Τένη;
Την άκουσε που
στέναξε. Τι να ήταν όμως ο στεναγμός εκείνος; Να ήταν η σιωπηλή ομολογία;
― Τον αγαπάς; ξαναρώτησε.
Πες μου την αλήθεια, πες μου… γιατί δε μιλάς, Γιάννα;
Ζήλευε εκείνη τη
στιγμή, ζήλευε δυνατά και ήταν κακός.
― Να σου πω εγώ,
της είπε, να σου πω εγώ. Τον αγαπάς!
Της το σφύριξε
μέσα από τα δόντια, πεισματικά, σα να πετούσε φαρμάκι, σα να της έλεγε την πιο
βαριά κατηγορία.
Δεν του απάντησε
και τότε. Μα σήκωσε ξαφνικά το χέρι της και του το κατέβασε δυνατά στο πρόσωπο.
Ύστερα έφυγε
τρέχοντας.
Περασμένες δώδεκα
έφτασε ο Κοσμάς στο υπόγειο του Αντρίκου. Ο γέρος κοιμόταν. Στο ντιβάνι καθόταν
και κάτι διάβαζε ο Τηλέμαχος.
― Εντάξει; ρώτησε.
Ο Κοσμάς δεν του
απάντησε. Έκατσε και κείνος στο ντιβάνι και ήθελε να βρει πώς θα ’κανε την
αρχή. Στο δρόμο που ερχόταν είχε πάρει την απόφαση να τα πει στον Τηλέμαχο όλα.
Εκείνος τον πρόλαβε:
― Το ’μαθες
λοιπόν κι εσύ; τον ρώτησε.
― Τι να μάθω;
― Για τον Τένη.
― Τί;
― Σήμερα το πρωί
τον ντουφέκισαν στο Θυσιαστήριο[28].
Το δωμάτιο έφερε
γύρους.
― …Τον
ντουφέκισαν με άλλους εξήντα. Από το αυτοκίνητο που τους πηγαίναν στην
Καισαριανή πέταξε το μαντήλι του με αυτό εδώ το σημείωμα.
Στο σημείωμα ο
Κοσμάς διάβασε:
«Φίλοι μου, πάω
για εκτέλεση. Ο θάνατός μου ας σας δώσει καινούργια δύναμη να συνεχίσετε τον
αγώνα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Από τον αγώνα αυτόν ο λαός μας πρέπει να
βγει νικητής. Έτσι δεν θα πάει και το δικό μας αίμα χαμένο. Γιάννα, αγαπημένη
μου. Η τελευταία σκέψη μου είναι μαζί σου. Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη, δεν
μπόρεσα. Τώρα που φεύγω, σου εύχομαι να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό μου
και άξιό σου. Έχετε όλοι σας γεια. Τένης».
Μήτσος
Αλεξανδρόπουλος (1924-2008)
Το διήγημα
συμπεριλαμβάνεται στην
«Ανθολογία
Διηγήματος της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης»
της Έλλης
Αλεξίου (1959)
Μεταγραφή πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης Φιλελές, 2020
[1] η
υπόκρουση = η συνοδεία του τραγουδιού από μουσικό όργανο.
[2] το
ακομπανιαμέντο (ιταλικά accompagnamento)
= η συνοδεία μιας μελωδίας.
[3] η κορόνα
= η υψηλότερη τονική έκταση της μελωδίας με παράταση του ήχου.
[4] ο
τενόρος (ιταλικά tenore)
= ο υψίφωνος τραγουστής.
[5] σεκόντο
(ιταλικά secondo) = η
δεύτερη φωνή.
[6]
βαρύτονος = τραγουδιστής με ενδιάμεση φωνή – ούτε ψιλή ούτε βαθιά.
[7] η
μπασαδούρα (ιταλικά basso)
= ο βαθύφωνος τραγουδιστής.
[8] ΕΠΟΝίτης
= το μέλος της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων, αντιστασιακής οργάνωσης στα
χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.
[9] η τσαπατσουλιά
= η προχειρότητα, η ακαταστασία.
[10]
μιζανπλί (γαλλικά mise en plis) = είδος γυναικείας κόμμωσης για το κατσάρωμα
των μαλλιών χωρίς χημικά μέσα.
[11] τον
πήραν στο ψιλό = έκαναν ειρωνικά σχόλια, τον κορόιδευαν.
[12]
Τα κύματα του Δουνάβεως = ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια κλασικής μουσικής
σε ρυθμό βαλς, που γράφτηκε από τον Αυστριακό χορευτικό συνθέτη Γιόχαν Στράους
γιο (1825-1899).
[13]
να γίνεις Λούης = να φύγεις τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορείς. Γίνεται αναφορά στον
Σπύρο Λούη (1872-1949), μαραθωνοδρόμο και πρώτο νικητή των Ολυμπιακών Αγώνων
της Αθήνας στις 29 Μαρτίου 1896.
[14]
ξεμυτίζω = κυκλοφορώ στο δρόμο, εμφανίζομαι.
[15]
ο καράπαπας = το μέρος όπου ο καφετζής ετοιμάζει και ψήνει με τη δική του
μυστική συνταγή τους καφέδες.
[16]
ο θεριακλής (τουρκικά tiryakli
< περσικά tiryak = όπιο)
= αυτός που έχει πάθος για κάποια απολαυστική ουσία ή φαγητό.
[17] το
καύκαλο = το κρανίο.
[18]
ΕΑΜ = Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, η πατριωτική οργάνωση των Ελλήνων κατά
των Γερμανών στα χρόνια της Κατοχής.
[19]
Σφυροδρέπανο (σφυρί και δρεπάνι) = το σύμβολο του Κομμουνιστικού Κόμματος
Ελλάδας.
[20] η μομφή
= η κατηγορία.
[21]
η φάμπρικα (ιταλικά fabbrica)
= το εργοστάσιο.
[22] Σήμερα
βαφτίζεται ο Χριστός = στίχος από τα Κάλαντα των Φώτων.
[23] Αινείτε
τον Κύριον εν χορδαίς και οργάνοις = φράση από τον 150ο Ψαλμό.
[24] ο
μπόμπιρας (ιταλικά bomber)
= μικρό ανήσυχο και έξυπνο παιδί.
[25]
πολιτική επιστράτευση = η υποχρεωτική μεταφορά Ελλήνων στα εργοστάσια πολεμικού
υλικού της Γερμανίας και η εργασία σε εξαντλητικές συνθήκες, για την
εξυπηρέτηση των αναγκών του γερμανικού στρατού.
[26] η
καντάδα (βενετικά cantada)
= πολύφωνο λαϊκό ερωτικό τραγούδι με τη συνοδεία κιθάρας.
[27] ο
κουκουές = ο κομμουνιστής.
[28]
το Θυσιαστήριο = το Σκοπευτήριο της Καισαριανής όπου οι Γερμανοί κατακτητές
εκτελούσαν Έλληνες πατριώτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου