ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Η γριά κοντοστάθηκε στη μισάνοιχτη αυλόπορτα
έβαλε το χέρι αντήλιο κι έγνεψε καλημέρα.
- Πέρνα μέσα να σε τρατάρω. Έτσι, για το καλό…
Δρασκέλισε την αυλή αλαφροπάτητη
κάθισε στο σκαλί
- Μια ρακή, αν σου βρίσκεται ∙
ίδια με το κάμα του δρόμου
στην υγεία σου!... Μονορούφι!
κι ύστερα το ποτήρι θρύψαλα στην πέτρα
για να σπάσει η γκίνια, συνήθειο παλιό.
Λεφτά δε θέλω ∙ στα χρόνια μου πια δε φελάνε
μονάχα μια δεκάρα
τα ναύλα για το στερνό ταξίδι
- τόσα του φτάνουν του βαρκάρη –
μονάχα σώπασε κι άπλωσε το χέρι της καρδιάς
εδώ τα γράφει όλα
παλάμη τραχιά κι αρμυροφάγωτη
ίδια κι η ψυχή
μικρή η γραμμή της ζωής αλλά χορτάτη
θάλασσα πριν και μετά θάλασσα
και τ’ ανάμεσα ήσυχο σαν ύπνος, σαν θάνατος
τέλεψα ∙ άλλο δεν έχω να σου πω, σώνει.
Κίνησε να φύγει, έφτασε ως την πόρτα
γύρισε ξαφνικά το κεφάλι
- Φυλάξου απ’ τον εαυτό σου! Έχε γεια…
Χάθηκε στη σκόνη του δρόμου
μαζί με το τελευταίο όνειρο…
© Δημήτρης
Φιλελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου