ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΠΟΡΤΑ ΠΟΡΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Η Αθήνα, από την εποχή που ανακηρύχθηκε επίσημα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, έχει υποστεί πολυάριθμες πολεοδομικές παρεμβάσεις. Αν και στόχος όλων αυτών των προσπαθειών ήταν, υποτίθεται, η δημιουργία μιας ανθρώπινης πόλης, τα αποτελέσματα δεν ήταν τις περισσότερες φορές τα αναμενόμενα. Κάπως έτσι καταλήξαμε στην Αθήνα του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα της αντιπαροχής γενικώς, με την πλειοψηφία των συνοικιών να κατακλύζονται από τις πολυκατοικίες και τα διάφορα πολυώροφα κτίρια, ενώ όποιες από τις γραφικές γειτονιές έχουν απομείνει, διεκδικούν με αξιώσεις πρωταγωνιστικό ρόλο στο παρόν. Μια επιλεκτική βόλτα στις γειτονιές της Αθήνας μας αποκαλύπτει τα σημεία εκείνα της πόλης που οι κάτοικοι δίνουν καθημερινή μάχη για την καλαίσθητη εικόνα όχι μόνο του δικού τους χώρου αλλά και ολόκληρης της γειτονιάς τους.


Θησείο

Ανηφόρισα το στενό δρομάκι πίσω από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο, που καταλήγει στην οδό Δημητρίου Αιγηνίτου. Το πρώτο σπίτι, ένα ακατοίκητο πλέον διώροφο με τις τσιμεντένιες μετόπες αφαιρεμένες από την κύρια είσοδο, γίνεται αφορμή για να ξετυλιχτεί το κουβάρι των αναμνήσεων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Είναι το σπίτι και ο δρόμος που γυρίστηκαν αμέτρητες ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. Θαρρώ πως ήταν χτες που ο αλησμόνητος Χρόνης Εξαρχάκος δεν άφηνε με τα ξεκαρδιστικά αστεία του να ολοκληρωθούν τα ντουμπλάζ στις σκηνές της ταινίας «Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές». Μάταια τον παρακαλούσαν ο Γιάννης Δαλιανίδης και η Ζωή Λάσκαρη : «Σταμάτα, βρε Χρόνη, να τελειώσουμε καμιά φορά». Λίγα χρόνια μετά, από το πλαϊνό μπαλκόνι του ίδιου σπιτιού, ο Θανάσης Βέγγος σε μια σκηνή της ταινίας «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» θα τινάζει μια κατακόκκινη κουβέρτα, ενώ από κάτω θα παραμονεύουν οι χαφιέδες του Μανιαδάκη και του Μεταξά.


Το μικρό οδοιπορικό συνεχίζεται στην οδό Οτρυνέων. Στον αριθμό 13 η εξώπορτα έχει πάνω της φανερά τα σημάδια του χρόνου. Το ρόπτρο είναι ακόμα εκεί, μα το ηλεκτρικό κουδούνι στο πλάι σηματοδοτεί την αλλαγή της εποχής. Για καλό και για κακό, μια κλειδαριά ασφαλείας έχει τοποθετηθεί για να ενισχύσει τις αντοχές της παραδοσιακής κλειδαριάς σε δύσκολους καιρούς. Ωστόσο, η μαύρη γάτα που έχει ξαπλώσει φαρδιά πλατιά στο σκαλοπάτι φαίνεται πως έχει βρει το σωστό νούμερο. Μπροστά απ’ αυτό το σπίτι συνήθιζε να παρκάρει τη μηχανή του, μια παλιά BMW με κασόνι, ο συχωρεμένος ο μπάρμπας μου. Ένα πρωί που ξεκινούσε για τη δουλειά, ανήμερα της Αγίας Μαρίνας, σπάσανε τα φρένα, η μηχανή ξεχύθηκε στην απότομη κατηφόρα και όρμησε στην οδό Αποστόλου Παύλου. Ο οδηγός του λεωφορείου της γραμμής Θησείο-Νοσοκομείο Παίδων (το 16) τον είδε, γύρισε κόντρα στο δρόμο για να κόψει τη διάβαση όλων των άλλων οχημάτων κι έτσι κανείς δεν έπαθε τίποτα, αφού η μηχανή σταμάτησε στο συρματόπλεγμα της περίφραξης του αρχαιολογικού χώρου του Θησείου.

Στην οδό Αγίας Μαρίνης, στον αριθμό 12, η κομψή και λιτή εξώπορτα με τις γλάστρες που την περιστοιχίζουν δίνει με τη σκιά της καταφύγιο σε ένα ακόμη αδέσποτο ζωντανό. Είναι ένα σπίτι που και οι σημερινοί ιδιοκτήτες του επιμένουν να το διατηρούν, να το ανακαινίζουν, να το αγαπούν, να κατοικούν σ' αυτό, σε πείσμα της κάθε είδους αντιπαροχής και του εγκλεισμού στα πολύσπιτα με την εξώπορτα κλειστή στον γείτονα.

Ευτυχώς το Θησείο είναι μια από τις παλιές γειτονιές της Αθήνας που οι συγκυρίες βοήθησαν να μη χάσει σε μεγάλο βαθμό το χρώμα του. Από τη μια η παρουσία της Ακρόπολης που δεν επέτρεπε την ανέγερση πολυώροφων οικημάτων εδώ και πολλές δεκαετίες και από την άλλη η πρόσφατη εφαρμογή της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων έσωσαν αυτό το κομμάτι της Αθήνας από την ομοιομορφία των πολυκατοικιών.


Υπάρχουν πολλά οικήματα που η είσοδός τους θυμίζει άλλες εποχές. Όπως η εξώπορτα του σπιτιού την οδό Φλαμαρίων 4, που η ταμπέλα δίπλα της φέρει την χρονολογία 1915. Λίγο πιο πέρα, στην οδό Ακάμαντος 16, το γωνιακό διώροφο βγήκε νικητής στη μάχη με το χρόνο και τώρα πια, αναπαλαιωμένο, αποτελεί κόσμημα για τη γειτονιά αλλά και για τα βλέμματα των περαστικών. Ακόμη, τα σπίτια της οδού Επταχάλκου, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, με τις δίφυλλες ξύλινες εξώπορτες, τα τζαμλίκια με τις περίτεχνες σιδεριές, το μεταλλικό ποδόμακτρο στα σκαλοπάτια και τους φανοστάτες, δίνουν μια νότα αισιοδοξίας στην κατά το πλείστον τσιμεντοποιημένη πρωτεύουσα. Αλλά και οι αυλόπορτες, όπως εκείνες στην οδό Ηλία Πουλοπούλου, στο νούμερο 4 και 42 του δρόμου, μας οδηγούν νοερά σ’ ένα τρόπο ζωής που οι μικρές χαρές της καθημερινότητας έχουν τον πρώτο λόγο. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δρόμος αυτός ξεκινά από το σπίτι του Πουλόπουλου, που λειτούργησε ως κοσμικό εστιατόριο (τότε που δέναμε τους σκύλους με τα λουκάνικα), και καταλήγει στο παλιό πιλοποιείο του ίδιου, όπου σήμερα στεγάζεται το Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» του Δήμου Αθηναίων. Εκεί, στον 1ο όροφο συναντάμε συγκεντρωμένο όλο το ιστορικής σημασίας υλικό του καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου, ενώ στον 2ο όροφο λειτουργεί μόνιμη έκθεση με μακέτες σπιτιών και καταστημάτων της παλιάς Αθήνας. Ο υπόλοιπος χώρος συχνά φιλοξενεί εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής νέων ανερχόμενων ή ήδη καταξιωμένων καλλιτεχνών. Δυστυχώς, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες, αφού ο Δήμος προσανατολίζεται, εσφαλμένα, στην παύση λειτουργίας του Κέντρου λόγω κόστους στο οποίο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά. 

Πετράλωνα

Στην είσοδο των Άνω Πετραλώνων, στην οδό Τριών Ιεραρχών 1, το παλιό διώροφο με τη μεγάλη ξύλινη εξώπορτα και τις καμπυλόγραμμες σιδεριές δηλώνει το χαρακτήρα της γειτονιάς. Στο ίδιο οίκημα υπήρχε (και υπάρχει ακόμη αλλά όχι με την ίδια μορφή) το ψιλικατζίδικο του Γιώργου. Εκεί συγκεντρωνόταν όλη η πιτσιρικάδα που ήθελε ν’ ανταλλάξει τα ήδη διαβασμένα περιοδικά (δύο προς ένα) ή ν’ αγοράσουμε κάποια παλιά τεύχη σε χαμηλότερη τιμή.

Χωρίς την αίγλη του Θησείου, αλλά σαν τη γλάστρα που ποτίζεται εξαιτίας του βασιλικού, τα Άνω Πετράλωνα εξακολουθούν να έχουν κάτι από το άρωμα του παρελθόντος. Πολλές μονοκατοικίες υπάρχουν ακόμη, ίσως αλλάζουν ιδιοκτήτες, αλλά και αυτοί επιδιώκουν τη διατήρηση της εικόνας της γειτονιάς. Στην οδό Δημοφώντος, στην οδό Μυρμιδόνων αλλά και σε πολλά ακόμα σημεία οι κάτοικοι φαίνεται να κερδίζουν το στοίχημα της διατήρησης της παλιάς γειτονιάς.


Αντίθετα, στα Κάτω Πετράλωνα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Λιγοστές μονοκατοικίες παραμένουν όρθιες, οι περισσότερες σε κατάσταση ερείπωσης. Η οικονομική κατάσταση, προφανώς, των ιδιοκτητών τους δεν θα αργήσει να τις οδηγήσει στη διαδικασία της αντιπαροχής. Το μη χείρον, βέλτιστον.

Μεταξουργείο

Ίσως οι κάτοικοι του Μεταξουργείου δικαιούνται περισσότερο από κάθε άλλον να πιστεύουν πως τους ξέχασε ο Θεός. Λίγα βήματα από το κέντρο της Αθήνας, η γειτονιά έχει μετατραπεί σε γκέτο των οίκων ανοχής εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Το χρώμα της γειτονιάς εξαργυρώθηκε στο βωμό του χρήματος, τα σπίτια διαμορφώθηκαν κατάλληλα για τις ανάγκες του αρχαιότερου επαγγέλματος και η παραδοσιακή μορφή τους αλλοιώθηκε οριστικά. Οι ξύλινες εξώπορτες έδωσαν τη θέση τους σε σιδερένιες πόρτες ασφαλείας, τα παραθυρόφυλλα παραμένουν ερμητικά κλειστά και τα μπαλκόνια με τις διακοσμητικές σιδεριές είναι παραδομένα στη φθορά του χρόνου.

Πάντα όμως υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα, όπως η μονοκατοικία της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου 19, που αντί να παραδοθεί στον πειρασμό του χρήματος, παραμένει κλειστή στους ανθρώπους αλλά ανοιχτή και φιλόξενη στα περιστέρια που κατακλύζουν τις πόρτες και τα μπαλκόνια της. Υπάρχουν οι «αμετανόητοι» Μεταξουργιώτες που παραμένουν στα σπίτια τους και, όπως μου είπε μια ευγενική κυρία στην οδό Παραμυθιάς, «ό,τι βγάζουμε κάθε χρόνο, το δίνουμε για να συντηρήσουμε τα σπίτια μας, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται».


Ψυρρή

Κάθε φορά που τρυπώνω στα στενά του Ψυρρή, οι αισθήσεις γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω. Τότε που η γειτονιά ήταν γεμάτη τσαγκαράδικα κι η έντονη μυρωδιά του δέρματος για τις σόλες και του χαρτονιού για τα φόρτια πότιζε τα ρούχα και το πετσί μας. Κι όταν ο μεταφορέας άδειαζε το καρότσι του απ’ την είσοδο στα σκαλιά του υπογείου της οδού Μύκωνος, τα μάτια μας γίνονταν κατακόκκινα απ’ τη σκόνη.


Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα εργαστήρια παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στα αναρίθμητα μπαράκια, στα ελληνάδικα με ζωντανή μουσική από μικρές αυτοσχέδιες κομπανίες, στα θέατρα και σε διάφορους τόπους και τρόπους νυχτερινής διασκέδασης. Ημέρες "δόξας" γνώρισε η περιοχή κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που όλοι οι Αθηναίοι γέμιζαν ασφυκτικά κάθε γωνιά μεθυσμένοι από την επιτυχία της στιγμής, που αγνοούσαν πόσο ακριβά επρόκειτο να πληρώσουν.

Κι αφού η καταστροφή συντελέστηκε με διάφορες εκτρωματικές κατασκευές και η γειτονιά εκπλήρωσε τον προορισμό της στον τομέα της νυχτερινής διασκέδασης, τα κοράκια της νύχτας αποφάσισαν τη μεταφορά της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας σε προσφορότερο χώρο, στο Γκάζι.

Έχουν όμως μείνει πολλές γωνιές που η παλιά Αθήνα κάνει αισθητή την παρουσία της. Οι αυλόπορτες με τα μονογράμματα, οι ολόγλυφες παραστάσεις πάνω απ’ τα παραθυρόφυλλα, τα ακροκέραμα στις σκεπές έχουν χαράξει ανεξίτηλα στη μνήμη την αγαπημένη γειτονιά του Παπαδιαμάντη.

Γκάζι - Βοτανικός

Την τελευταία δεκαετία η γειτονιά αυτή γνώρισε μια ιδιόμορφη άνθιση. Οι παλιές εγκαταστάσεις του εργοστασίου φωταερίου μεταμορφώθηκαν σε Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Η Ιερά Οδός δόθηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε χώρους διασκέδασης. Μέσα στο χώρο που οριοθετείται από τις οδούς Κωνσταντινουπόλεως, Πειραιώς και Ιερά Οδό εμφανίστηκαν λογής λογής μπαράκια και μεζεδοπωλεία, στα οποία ο νέος σταθμός του μετρό έκανε πανεύκολη την πρόσβαση. Λίγα παλιά οικήματα γλίτωσαν από τη βίαιη μεταμόρφωσή τους ανάλογα με τη μελλοντική χρήση τους. Κι όσα απέμειναν, περιμένουν καρτερικά τη δική τους ώρα.


Οι κάτοικοι, όσοι δεν αναγκάστηκαν να  εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, στην πλειοψηφία τους Έλληνες μουσουλμάνοι, ζουν με το δικό τους τρόπο ζωής και πάντοτε αντιμετωπίζουν με καχυποψία τον φακό της φωτογραφικής μηχανής. Μήπως είναι το δικό μας σπίτι που έχει σειρά; Ωστόσο, εξακολουθούν να ζουν εκεί, να βάφουν τα σπίτια τους με έντονα χρώματα, να θερμαίνονται με ξυλόσομπες ή σόμπες πετρελαίου (τα μπουριά προεξέχουν από τους φεγγίτες στις εξώπορτες) και να περιμένουν καρτερικά το αύριο. Συχνά τα βράδια συγκεντρώνονται στα πεζοδρόμια καθισμένοι με τρόπο ασυνήθιστο (ανακούρκουδα), ενώ απ’ τις αυλές ξεπηδούν ήχοι από κλαρίνο και τουμπελέκι.



Εξάρχεια - Κέντρο Αθήνας

Αλλαγή σκηνικού. Από τη μια άκρη του κέντρου της Αθήνας στην άλλη. Σε μια από πολλές απόψεις παρεξηγημένη γειτονιά της Αθήνας δύσκολα περιμένει κανείς να συναντήσει την εικόνα περιποιημένων σπιτιών, που οι ένοικοί τους έχουν αποφασίσει όχι μόνο να επιλέξουν την περιοχή ως τόπο κατοικίας τους, αλλά έχουν βάλει τα δυνατά τους προκειμένου να μεταμορφώσουν οριστικά το τοπίο. Μια περιήγηση στα στενά δρομάκια αυτής της ιδιαίτερης γειτονιάς είναι αρκετή για να μας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με ξεχωριστά επιμελημένες εξώπορτες άλλοτε στην οδό Ασκληπιού, άλλοτε στην οδό Ζωοδόχου Πηγής και άλλοτε σε κάποιο μικρό κάθετο δρομάκι όπως στην οδό Φαναριωτών. Εκπλήξεις ευχάριστες που βεβαιώνουν πως η υπομονετική και επίμονη επιλογή του ωραίου μπορεί τελικά να επικρατήσει.


Και είναι ακόμη πιο παρήγορο το γεγονός ότι, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο επιμένουν να κάνουν και κάτοικων των περιοχών της Πλατείας Βικτωρίας και της Πλατείας Αττικής, προβάλλοντας τη δική τους αντίσταση σε όσους έχουν εγκαταλείψει αυτές τις ιστορικές γειτονιές της Αθήνας στην τύχη τους άλλοτε από ανικανότητα και άλλοτε στο βωμό της εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών και συμφερόντων.



Φιλοπάππου – Ακρόπολη

Επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Κάτω από το λόφο που βρίσκεται το μνημείο του Φιλοπάππου και το θέατρο της Δώρας Στράτου οι Αθηναίοι δημιουργούν αθόρυβα μια πρότυπη αμιγώς οικιστική περιοχή. Μικρά σπίτια με αυλές στολισμένες με γλάστρες, εξώπορτες φρεσκοβαμμένες με το απαστράπτον μπρούντζινο ρόπτρο τους, μπαλκόνια με γεράνια, δρόμοι που η ηρεμία τους διαταράσσεται από τη  ζαριά στο τάβλι.


Εδώ όλα έχουν γίνει με πολλή μεγάλη προσοχή και σεβασμό στη διατήρηση της αρχικής εικόνας της γειτονιάς. Οι παλιές πόρτες έχουν αναπαλαιωθεί από ειδικούς τεχνίτες και αποτελούν πραγματικά κοσμήματα τόσο για τους ιδιοκτήτες των σπιτιών όσο και για τα βλέμματα των περαστικών. Κι όπου δεν υπήρχε δυνατότητα διατήρησης, η αντικατάσταση έχει γίνει με επιμέλεια και με τρόπο απόλυτα ταιριαστό στον περιβάλλοντα χώρο.

Πλάκα

Κάτω από την ευεργετική σκιά της Ακρόπολης ζει η γειτονιά των θεών, η Πλάκα. Τα στενά δρομάκια με ονόματα που αναβιώνουν την ελληνική μυθολογία και την αρχαία ελληνική κοσμοθεωρία, τα μικρά διώροφα κτίσματα με τις κεραμοσκεπές, οι μικρές εκκλησιές που προσκαλούν τους περαστικούς σε μια κατανυκτική προσευχή, αναδίδουν ένα μοναδικό άρωμα.


Παρά την καλοκαιρινή πολυπολιτισμικότητα, τις ταβέρνες με τα φολκλορικά στοιχεία και τα μπαράκια με το ημίφως, οι κάτοικοι κατορθώνουν  να διατηρούν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του αρχαιότερου ευρωπαϊκού οικισμού. 


«Στις Πλάκας της ανηφοριές» οι Αθηναίοι έχουν ζήσει αλησμόνητες βραδιές, άλλοτε με τις καντάδες κι άλλοτε με το αποκριάτικο ξεφάντωμα. Η αγαπημένη γειτονιά του Ραγκαβή, του Δροσίνη, του Παλαμά, του Σεφέρη αλλά και του μπαρμπα-Γιάννη του κανατά εξακολουθεί να γράφει ιστορία.

Ξεχωριστή ομορφιά δίνουν στη γειτονιά αυτή οι τοιχογραφίες του λαϊκού ζωγράφου Γιώργου Σαββάκη (έφυγε απ' τη ζωή το 2004) στις παλιές ταβέρνες. Απομένει να υπάρξει η ευαισθησία και το ενδιαφέρον της πολιτείας, ώστε το σπίτι του στην Πλάκα να μετατραπεί σε μουσείο και να ανοίξει στο κοινό. Επιπλέον, στην οδό Θόλου, η τελευταία ιστορική μπουάτ "Απανεμιά" (από το 1964) εξακολουθεί να λειτουργεί και να αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο συνάντησης καλλιτεχνών που χάραξαν με την έκφρασή τους και τη συνολική στάση τους νέους δρόμους στη μουσική και όχι μόνο.

Επίλογος

Η εξώπορτα κάθε σπιτιού είναι όπως το νόμισμα με τις δυο του όψεις. Υποδηλώνει ταυτόχρονα την επικοινωνία των ενοίκων του με τον έξω κόσμο αλλά και το σημείο απ' όπου ξεκινά το απαραβίαστο της ιδιωτικότητάς τους. Η εικόνα κάθε πόρτας μεταφέρει ένα διπλό μήνυμα στους διαβάτες του δρόμου. Δεν είναι μόνον η αισθητική των ιδιοκτητών που διαγράφεται ολοφάνερα σε κάθε σκάλισμα του ξύλου, σε κάθε περίτεχνο ξεγύρισμα της σιδεριάς. Είναι και η αίσθηση που επιχειρούν να δώσουν σε κάθε μας προσέγγιση άλλοτε με πόρτες επιβλητικές και αυστηρές κι άλλοτε με πόρτες πρόσχαρες, ανάλαφρες, προκλητικές. 


Όλος αυτός ο κώδικας επικοινωνίας κινδυνεύει πλέον να εξαφανιστεί κάτω από την πίεση των αξιών και των συνθηκών ζωής που έχουμε κατά πλειοψηφία επιλέξει. Τη θέση του έρχεται να καταλάβει η βιομηχανοποιημένη ομοιομορφία που συνδυάζεται τόσο με το χαμηλό κόστος συντήρησης και την προσφερόμενη (αληθοφανή) πολυετή εγγύηση όσο και με την πολυδιαφημιζόμενη (μάλλον ανύπαρκτη) ασφάλεια. Ίσως η παρούσα οικονομική συγκυρία να μην επιτρέπει πολυτέλειες, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί. Αλλά πόση πολυτέλεια μπορεί να θεωρηθεί μια προσωπική επιλογή αναβαθμισμένης αισθητικής κόντρα στη ρουτίνα της καθημερινότητας; Ας το σκεφτούμε...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια Δημήτρη για την τόσο όμορφή "δουλειά". Μελαγχολία αλλά και μια γλυκιά γέυση αφήνει η "περιήγηση" που μα προσέφερες.

Νάσαι καλά !!

Χρήστος Κουτσαβέλης