Γεννήθηκα ένα βροχερό
χειμωνιάτικο βράδυ μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο. Ήμουν ο πρώτος που βγήκα από την
κοιλιά της μητέρας μου, καθώς τα τρία μικρότερα αδέλφια μου που κόντευαν να
σκάσουν μ’ έσπρωχναν μαζί με όλη τους τη δύναμη. Γι’ αυτό και όλοι μετά με
φώναζαν «ο μεγάλος». Αν και είναι αλήθεια πως αυτό τον τίτλο τον δικαιολογεί
απόλυτα και το μέγεθός μου.
Ήμουν, που λέτε, τυλιγμένος
με διάφορα υγρά που κολλούσαν πάνω μου και μ’ ενοχλούσαν αφόρητα. Όμως η καλή
μου η μητέρα δε μ’ άφησε ούτε στιγμή χωρίς τη φροντίδα της. Η γλώσσα της
δούλευε ασταμάτητα σαν σπάτουλα τεχνίτη ζαχαροπλάστη και μέσα σε λίγα λεπτά όλα
αυτά είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο έκανε αμέσως μετά και με τα υπόλοιπα παιδιά
της. Κι όταν τελείωσε, μας τύλιξε ζεστά μέσα στο τριχωτό σώμα της για να μας
προφυλάξει απ’ τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα και μας τρυπούσε ως το κόκαλο.
Για πολλές μέρες, δεν ξέρω
πόσες, τα στόματά μας ήταν κολλημένα αδιάκοπα πάνω στις θηλές της και ρουφάγαμε
αχόρταγα το γάλα της, που μας κρατούσε στη ζωή. Ήταν φανερά εξαντλημένη αλλά
πιστή στο καθήκον της. Ευτυχώς για μας, ο πατέρας μας έκανε ό,τι μπορούσε για
να μη μένει νηστική. Ακούγαμε συχνά πυκνά τα βήματά του καθώς πηγαινοερχόταν
και κάθε φορά κάτι κρατούσε στο στόμα του για να το βάλει στο δικό της.
Ο καιρός κύλησε γρήγορα, τα
μάτια μας άνοιξαν στο φως, τα πόδια μας δυνάμωσαν τόσο που να στεκόμαστε όρθιοι
μόνοι μας, είχαμε μια ασταμάτητη όρεξη για παιχνίδια και το χαρτόκουτο ήταν πια
πολύ μικρό για τη ζωηράδα μας. Δυστυχώς, κάθε φορά που επιχειρούσαμε να βγούμε
έξω, νιώθαμε τα δόντια της μητέρας μας να μας αρπάζουν απ’ το σβέρκο και να μας
πετάνε ξανά απαλά μέσα στον περιορισμένο χώρο μας. Θυμάμαι μια φορά που ο
μικρότερος απ’ όλους μας ξέφυγε από την επιτήρησή της, μα δεν κατάφερε να πάει
αρκετά μακριά, αφού το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα μας τον συνέλαβε έγκαιρα και
τον έφερε πίσω σηκωτό.
Κι έφτασε η μεγάλη μέρα. Η
πρώτη μέρα της ελευθερίας μας. Η πολυπόθητη ομαδική έξοδος απ’ το χαρτόκουτο.
Για πού; Για ποιο λόγο; Κανείς μας δεν ήξερε και οι γονείς μας, σιωπηλοί, δεν
έδιναν καμιά απάντηση. Σύντομα όμως τα μάθαμε όλα. Μάθημα ζωής κανονικό.
Πρώτο και σπουδαιότερο,
μάθαμε να αναγνωρίζουμε τους προαιώνιους εχθρούς μας. Τις ύπουλες εφτάψυχες
γάτες, που όπου μας πετύχουν μας γδέρνουν με τα νύχια τους κι εξαφανίζονται στη
στιγμή. Γι’ αυτό, ποτέ δεν περιμένουμε να μας επιτεθούν, αλλά τις στρώνουμε
εμείς πρώτοι στο κυνήγι κι ας μην ξέρουμε γιατί. Ξέρουν αυτές.
Δεύτερο, αλλά το ίδιο
σπουδαίο, πού βρίσκουμε συνήθως την τροφή μας. Ακολουθούμε τις μυρωδιές που
νιώθουμε πως γαργαλάνε ευχάριστα τη μύτη μας και συνήθως καταλήγουμε σε κάποια
μέρη με τραπέζια με πολύ κόσμο που οι
άνθρωποι τα λένε «σουβλατζίδικα» ή «ψησταριές» ή «μεζεδοπωλεία» ή «φαγάδικα» ή…
Πάντως, εκεί πάντα βρίσκονται αρκετοί που αν τους πλησιάσεις ευγενικά και χαμογελαστά
κουνώντας την ουρά πέρα δώθε, σίγουρα κάτι τους περισσεύει που στο δίνουν με
ευχαρίστηση. Βέβαια, υπάρχουν και μέρες που αυτά τα μέρη είναι κλειστά και δεν
κυκλοφορεί ψυχή στο δρόμο. Τότε εφαρμόζουμε το σχέδιο «επιδρομή στον
σκουπιδοτενεκέ». Δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά πάντα κάτι βρίσκουμε να
γεμίσουμε το άδειο μας στομάχι. Το θέμα είναι να μην κοιμηθούμε νηστικοί, γιατί
το γουργουρητό δύσκολα αντέχεται.
Τρίτο και τελευταίο, αγαπάμε
τα παιδιά, αλλά προσέχουμε τους μεγάλους. Δεν είναι όλοι καλοί ούτε μας
συμπαθούν όλοι πραγματικά. Υπάρχουν και κάποιοι που μας φωνάζουν δήθεν για να
μας χαϊδέψουν, αλλά μόλις πλησιάσουμε, νιώθουν χαρά να μας κλοτσάνε. Άλλοι πάλι
δήθεν θέλουν να μας ταΐσουν, αλλά το φαγητό που μας δίνουν είναι δηλητήριο.
Όλους αυτούς πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουμε, άλλοτε
δείχνοντας τα κοφτερά δόντια μας και άλλοτε γαβγίζοντας τρομακτικά. Το κόλπο
πιάνει πάντα, γιατί στ’ αλήθεια είναι φοβιτσιάρηδες.
Αυτά όλα κι όλα πρόλαβε να
μας μάθει ο καλός μας ο πατέρας, γιατί ξαφνικά ένα πρωί κοιμήθηκε βαθιά και δεν
ξαναξύπνησε. Τον σπρώχναμε, τον δαγκώναμε πειραχτικά, η μητέρα μας έβγαζε
μικρές κραυγές δίπλα απ’ τ’ αυτί του, τίποτα εκείνος. Καταλάβαμε πως δεν ήθελε
να ξυπνήσει με τίποτα. Μάλλον ήταν πολύ κουρασμένος και τον αφήσαμε να
συνεχίσει τον βαθύ ύπνο του. Το σώμα του ήταν παγωμένο και σκληρό. Γι’ αυτό τον
σύραμε όλοι μαζί σε μιαν άκρη, σχίσαμε τη χαρτόκουτα με τα δόντια μας και τον
σκεπάσαμε για να μην κρυώνει, του αφήσαμε όλο το χώρο δικό του – τόσα είχε
κάνει για μας – και αναζητήσαμε στέγη κάπου αλλού.
Τις πρώτες μέρες δεν
σταθήκαμε και τόσο τυχεροί. Όλες οι απόμερες γωνιές ήταν πιασμένες. Όπου
πηγαίναμε, κάποιος άλλος μας είχε προλάβει. Ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά περνώντας
τις νύχτες μας κάτω από παγκάκια ή μεγάλους κάδους απορριμμάτων. Μέχρι που ήρθε
άσπρη μέρα και για μας. Ένα σπίτι με κήπο, μισοερειπωμένο, χωρίς ανθρώπους. Τι
χαρά! Ήταν ό,τι έπρεπε για την πολυμελή οικογένειά μας. Καθένας μας διάλεξε τον
δικό του χώρο και όλοι ήμασταν καταχαρούμενοι. Έτσι ξεκίνησε ένα καινούριο
κεφάλαιο στη ζωή μας.
Για πολύ καιρό όλα κύλησαν
ήρεμα. Παίζαμε μεταξύ μας, κρυβόμασταν μέσα στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού,
τρέχαμε στον κήπο ξέγνοιαστα, κοιμόμασταν όσο θέλαμε χωρίς κανείς να μας χαλάει
τον ύπνο… Μα τα καλά πράγματα κρατάνε λίγο και τα κακά έρχονται όλα μαζεμένα.
Ένα πρωί η μητέρα μας, κουρασμένη κι αυτή από την φροντίδα μας, αποφάσισε να
κοιμηθεί για πάντα. Πολύ στενοχωρηθήκαμε όλοι μας και πιο πολύ εγώ, που τώρα
έπρεπε, σαν πιο μεγάλος, να προσέχω και τ’ αδέλφια μου. Κι όταν είδαμε πως κι
εκείνη κρύωνε αρκετά, αποφασίσαμε να σκάψουμε όλοι μαζί ένα λάκκο στο αφράτο
χώμα της αυλής, να τη σπρώξουμε προσεκτικά μέσα και να τη σκεπάσουμε, για να
βρει τη ζεστασιά που της έλειπε. Και μέσα σ’ αυτή τη στενοχώρια μας, δεν άργησε
να έρθει κι η επόμενη. Ένας δυνατός ήχος μας ξύπνησε ένα πρωί μαζί με φωνές
ανθρώπων και σε λίγο τίποτα δεν ήταν ίδιο. Οι τοίχοι άρχισαν να πέφτουν πάνω
μας ξαφνικά, τα ξύλα της σκεπής υποχωρούσαν επικίνδυνα πάνω απ’ τα κεφάλια μας,
η σκόνη μας έκοβε την ανάσα. Πεταχτήκαμε έξω κατατρομαγμένοι, χωρίσαμε για να
σωθούμε, χαθήκαμε ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, κι αυτό ήταν αρκετό για να μην
ξαναβρεθούμε ποτέ πια…
Ήρθε, φαίνεται, ο καιρός να
ζήσω μόνος μου χωρίς τη συντροφιά των αδελφών μου. Μόνο η ανάμνησή τους απόμεινε
ζωντανή μέσα μου. Τριγυρνώντας στους δρόμους, πού και πού βρίσκω κανένα κόκαλο
να γλείψω, δίχως να με νοιάζει πού θα περάσω το βράδυ μου. Κι ένα καινούριο
ερώτημα βασανίζει τη σκέψη μου : Εγώ πότε θα κάνω οικογένεια;
Πότε θα βρω κι εγώ μια γλυκιά σκυλίτσα να με κοιτάζει τρυφερά στα μάτια και να
θέλει να ζευγαρώσει μαζί μου; Θα προλάβω να μάθω στα παιδιά μου όσα δίδαξε σε
μένα ο καλός μου πατέρας;
Και να που το θαύμα έγινε!
Ένα μεθυστικό άρωμα ερέθισε μοναδικά την ευαίσθητη μύτη μου κι ένα λαμπερό
μοσχοβολιστό τρίχωμα πέρασε ξαφνικά μπροστά απ' τα μάτια μου. Μια κουνιστή
χαριτωμένη ουρά σχεδόν με άγγιξε στο πέρασμά της προκαλώντας μου μια πρωτόγνωρη
αναστάτωση. Έμεινα άφωνος. Κι ένιωσα να κοκαλώνω στη θέση μου όταν ξαφνικά
γύρισε το κεφάλι και μου έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα.
Μα γρήγορα συνήλθα και
αποφάσισα να ανταποκριθώ στο κάλεσμά της. Με διστακτικά βήματα στην αρχή και με
μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη συνέχεια, προχώρησα προς το μέρος της, καθώς
εκείνη δεν έπαυε να με κοιτάζει επίμονα και να μου κουνάει αδιάκοπα τη φουντωτή
ουρά.
Είχαμε έρθει σχεδόν μουσούδι
με μουσούδι όταν με βρήκε το κακό. Παρασυρμένος από την ομορφιά της, δεν είχα
πάρει μυρωδιά το λουρί που ήταν περασμένο γύρω απ' τον λαιμό της. Κι όταν
σχεδόν την είχα αγγίξει, ένα χέρι την τράβηξε βίαια από κοντά μου, την έσυρε
μακριά μου αναπάντεχα κι άκουσα κάτι που δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου :
" Ε, όχι και να συμπεθεριάσουμε με τ' αδέσποτα κοπρόσκυλα εμείς τα
καθαρόαιμα! Πάμε γρήγορα στο σπίτι, Σίσσυ, άκουσες! "
Α, ώστε Σίσσυ ήταν το όνομα
της αγαπημένης μου. Κάτι μάθαμε τουλάχιστον. Αλλά όλα τα άλλα δεν τα κατάλαβα.
Τι σήμαιναν οι λέξεις "αδέσποτα" και "καθαρόαιμα"; Αλλά
στις λέξεις θα κολλήσουμε τώρα; Το κορίτσι να μη χάσουμε απ' τα μάτια μας. Την
ακολουθούμε με προσοχή, την παρακολουθούμε από μακριά για να μάθουμε πού μένει.
Μετά βλέπουμε για τα υπόλοιπα...
Δεν αργήσαμε να φτάσουμε έξω
από ένα όμορφο σπίτι με μεγάλο κήπο. Μια τελευταία ματιά πρόλαβε να μου ρίξει
και μετά χάθηκε στο βάθος χωρίς να μπορώ να τη δω πια. Κούρνιαξα σε μια γωνιά
απ' έξω και μαύρες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου. Ποιος την πήρε μακριά μου;
Θα με αφήσουν άραγε να την ξαναδώ; Πώς θα ζευγαρώσουμε τα δυο μας;
Ώσπου ο ήχος απαλών βημάτων
από τον κήπο μ' έβγαλε απ' τη μοναξιά μου. Κι όταν το μουτράκι της φάνηκε
ανάμεσα απ' τις χαραμάδες της εξώπορτας κρατώντας ένα μυρωδάτο λαχταριστό
κομμάτι κρέας, δεν κρατήθηκα ούτε στιγμή. Έτρεξα κοντά της, το άρπαξα μέσα απ'
τα κάτασπρά της δόντια και το καταβρόχθισα με μια δυο βιαστικές μπουκιές.
Ομολογώ πως σ' όλη μου τη ζωή τέτοιο κρέας δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Κι εγώ, για
να της δείξω την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μου, πέρασα τη λιγδωμένη γλώσσα μου
μέσ' από τη χαραμάδα και την έδωσα ένα μεγάλο φιλί σ' όλο της το μουσουδάκι.
Όμως ακούστηκε πάλι η φωνή
αυτής της ενοχλητικής κυρίας που έκοψε στη μέση τις τρυφερές μας στιγμές.
" Σίσσυ, Σίσσυ, πού είσαι κοριτσάκι μου; Χίλιες φορές στο έχω πει να μην
εξαφανίζεσαι. Ανησυχούμε, μωρό μου, Σίσσυ.... Σίσσυ... Πού είσαι, γλυκιά μου;
". Πάλι χάθηκε ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. Πάλι έμεινα μόνος μου.
Τουλάχιστον ήμουν χορτάτος!
Καιρός, λοιπόν, να λύσω τις
πρωινές απορίες μου. Έπρεπε να πάρω τις απαντήσεις που ήθελα. Κι ο πιο
κατάλληλος γι' αυτό ήταν ο γερο-Ντικ, ένας παλιόφιλος που γνωριστήκαμε στο
σουβλατζίδικο της πλατείας κι από τότε γίναμε αχώριστοι. Είχε πολλά χρόνια στην
πλάτη του, τα μάτια του είχαν δει τόσα κι οι κουβέντες του ήταν πάντα θησαυρός.
"Αδέσποτα που λες, φίλε
μου, λένε κάποιοι άνθρωποι όλους εμάς που ζούμε ελεύθεροι χωρίς αφεντικό στο
κεφάλι μας. Κι επειδή, φαίνεται, δεν αγαπάνε την ελευθερία, έχουν πάρει
κάποιους από μας, μας καλοταΐζουν, μας καλοκοιμίζουν, μας φροντίζουν όταν
αρρωσταίνουμε, αλλά θέλουν και το αντάλλαγμά τους, φιλαράκο. Όλα στη ζωή των
ανθρώπων είναι πάρε δώσε. Άλλοι μας θέλουν για συντροφιά στα παιδιά τους, άλλοι
μας θέλουν για φύλακες του σπιτιού τους, άλλοι μας βγάζουν βόλτα στην εξοχή για
να τους ξετρυπώνουμε τους κακόμοιρους τους λαγούς και τα πουλιά που σκοτώνουν.
Κι άλλοι, φίλε μου, κι αυτοί είναι οι χειρότεροι, μας εκπαιδεύουν για να μας
βάλουν να τσακωθούμε μεταξύ μας, να φάμε ο ένας τον άλλο, όπως κάνουν κι αυτοί,
για να κερδίσουν χρήματα από το αίμα μας. Δεν είναι παραμύθια όσα σου λέω. Τα
'χω δει όλα με τα ίδια μου τα μάτια... Αυτά τα σκυλιά, λοιπόν, τα άλλα, οι άνθρωποι
τα λένε "δεσποζόμενα", δηλαδή έχουν δεσπότη, παναπεί
αφεντικό...".
"Τώρα το άλλο που μου
είπες, τα καθαρόαιμα. Κοίτα να δεις, εμείς οι σκύλοι καταγόμαστε από διάφορες
οικογένειες. Είμαστε όλοι σαν ξαδέρφια μεταξύ μας. Όσοι έχουμε μάνα και πατέρα
από την ίδια οικογένεια, οι άνθρωποι λένε πως είμαστε καθαρόαιμα. Οι υπόλοιποι,
σαν και σένα και μένα να πούμε, είμαστε... είμαστε... πώς να στο εξηγήσω, δεν
το ξέρω κι εγώ τόσο καλά. Εγώ πάντως μια φορά που κόπηκα σε μια λαμαρίνα κι
έτρεξε λίγο αίμα και το έγλειψα για να σταματήσει, δεν το είδα να 'ναι βρόμικο.
Τι να σου πω; Άνθρωποι είναι, ό,τι θέλουν λένε".
"Στάσου να πιω λίγο
νεράκι, γιατί στέγνωσε η γλώσσα μου με το κουβεντολόι απόψε", είπε και
βούτηξε τη γλώσσα του σ' ένα κεσεδάκι με νερό που βρίσκαμε κάθε μέρα στην άκρη
της πλατείας. "Έλα, τώρα, να μιλήσουμε για τα σοβαρά κι ας αφήσουμε τους
ανθρώπους στον κόσμο τους. Το θέμα σου είναι η Σίσσυ κι αυτό πρέπει να σε
νοιάζει. Πώς θα ζευγαρώσετε κι άμα γίνει αυτό, τι θα γίνει παρακάτω. Γιατί
πρέπει να ξέρεις από τώρα και το παρακάτω. Για να πάρεις τις αποφάσεις σου".
"Άμα, λοιπόν, η Σίσσυ
σε θέλει, ο κόσμος να χαλάσει, θα καταφέρει να τους ξεφύγει και να ζευγαρώσετε
με την ησυχία σας. Μετά από λίγο καιρό η κοιλιά της θα γεμίσει με μικρά
σκυλάκια και κάποια στιγμή θα τα γεννήσει κιόλας. Αλλά, φίλε μου, εδώ αρχίζουν
τα δύσκολα για σένα. Γιατί δεν θα μπορείς να τα πλησιάσεις. Δεν θα σε δεχτούν
οι άνθρωποι στο σπίτι τους, επειδή θα είσαι ο πατέρας των παιδιών. Δεν είναι
και τόσο καλοί όσο θέλουν να πιστεύουμε γι αυτούς. Και τη Σίσσυ τους την
αγαπάνε, αλλά τα παιδιά της δεν θα τα κρατήσουν, γιατί θα τους είναι βάρος.
Ίσως ένα απ' αυτά να είναι τυχερό. Τα υπόλοιπα θα σκορπιστούν εδώ κι εκεί και
δεν θα τα ξαναδείτε ποτέ, ούτε εσύ ούτε εκείνη. Γιατί δεν τους αρέσει να μεγαλώνουν
τα παιδιά των άλλων κι ας λένε ότι αγαπάνε όλα τα παιδιά. Άλλο τα λόγια κι άλλο
οι πράξεις. Ουφ, στα είπα όλα και ξαλάφρωσα. Κάνε ότι νομίζεις εσύ...".
Πολύ με προβλημάτισε ο
γερο-Ντικ με τα λόγια του. Μου έμαθε πολλά εκείνο το βράδυ και μου πέσανε
βαριά. Άσε που έπρεπε, τώρα που ήξερα, ν' αποφασίσω το καλύτερο και για τους
δυο μας. Σκούρα τα πράγματα κι η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ με την κουβέντα.
Μάλλον ένας υπνάκος ήταν η καλύτερη επιλογή. Και το πρωί πια, με καθαρό μυαλό,
βλέπουμε τι θα κάνουμε.
Όταν έχεις μάθει πόσο
σύντομη και δύσκολη είναι η ζωή, άλλο τόσο σύντομα πρέπει να παίρνεις και τις
σημαντικές αποφάσεις. Κι όταν αυτές έχουν να κάνουν και με τη ζωή όσων αγαπάς,
κάνεις την καρδιά σου πέτρα και τραβάς τον σωστό δρόμο. Έβαλα, λοιπόν, κάτω τα
πράγματα, τα κοίταξα από ‘δώ, τα κοίταξα από κει, σκέφτηκα πολύ και το
αποφάσισα…
Δεν είναι σωστό να βάλω σε
τέτοια ταλαιπωρία τη γλυκιά μου Σίσσυ. Να την κάνω πρώτα να με εμπιστευτεί και
μετά να την εγκαταλείψω μόνη και αβοήθητη στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής
της. Να γεννήσει τα όμορφα παιδιά μας – γιατί θα είναι σίγουρα όμορφα, για να
τα αποχωριστεί λίγο αργότερα με τον πιο σκληρό τρόπο. Κι εγώ, εγώ να μη ζήσω
ποτέ τη χαρά που έζησε ο πατέρας μου. Να μη δω ποτέ τα παιδιά μου, να μην παίξω
ούτε στιγμή μαζί τους, να μην τους μάθω όσα ξέρω. Κι αυτά να καταλήξουν όπως η
μητέρα τους σε κάποιο σπίτι, χώρια το ένα απ’ τ’ άλλο, δεμένα με ένα λουράκι,
μια ζωή σκλαβιά. Όχι, αυτό δεν πρόκειται να το επιτρέψω σε κανέναν όσο περνάει
απ’ το χέρι μου.
Μια λύση μόνο υπάρχει, όσο
κι αν δεν μου αρέσει καθόλου. Να φύγω, να εξαφανιστώ, ν’ αλλάξω γειτονιά. Να
μην ξαναϊδωθούμε ποτέ με την αγαπημένη μου. Ξέρω, δεν θα με καταλάβει, θα
πληγωθεί, θα νομίζει πως την πρόδωσα, γιατί εκείνη δεν ξέρει. Ίσως κάποτε, αν
καταφέρει να απαλλαγεί απ’ το λουρί που την πνίγει, αν μπορέσει κι εκείνη να
ζήσει ελεύθερη, καταλάβει γιατί το έκανα.
Από τότε άλλαξα στέκι, βρήκα
καινούριους φίλους, αλλά ακόμα δεν βρήκα το ταίρι που αναζητώ. Ίσως επειδή
ακόμα υπάρχει εκείνη μέσα στη σκέψη και στην καρδιά μου και τα μάτια μου όπου
κοιτάξουν βλέπουν μόνο τα δικά της. Όμως ο χρόνος είναι γιατρός. Τόσα πολλά έχω
ήδη ξεπεράσει σ’ αυτό το λίγο που έχω ζήσει. Θα έρθει η ώρα που θα το ξεπεράσω
κι αυτό και θα κάνω ένα βήμα παραπέρα.
Ένα μονάχα έχω αποφασίσει
πως δεν θ’ αλλάξει για μένα μέχρι τη μέρα που θα κοιμηθώ για πάντα, όπως έγινε
και με τους γονείς μου. Θα κυκλοφορώ ελεύθερος και κανένα λουρί δεν θα σύρει τη
ζωή μου όπου θέλει αυτό. Θα είμαι κύριος του εαυτού μου μέχρι το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου