Στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας διδαχθήκαμε πως στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ο πρώτος βασιλιάς, ο Γερμανός Όθωνας, κυβερνούσε ελέω Θεού. Κι επειδή καθόλου δε μας άρεσε αυτό, ο Μακρυγιάννης και ο Καλλέργης τον ανάγκασαν να παραχωρήσει Σύνταγμα. Μετά την απομάκρυνση του Όθωνα, οι Μεγάλες Δυνάμεις μας καπέλωσαν με τον πρίγκιπα Γεώργιο Γλύξμπουργκ, της γνωστής δανέζικης οικογενείας, που με το δικαίωμα της βασιλικής διαδοχής, κάτι σαν γονική παροχή, μας κυβέρνησαν τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τα δισέγγονά του... Αλλά επειδή κι αυτό μας έπεφτε κομμάτι στενό, τους διώξαμε κι αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά μόνοι μας και πιο σωστά.
Έτσι καταλήξαμε στη σημερινή μορφή πολιτεύματος όπου οι πρωθυπουργεύοντες ανακηρύσσονται σ’ αυτό το αξίωμα άλλοτε με βάση το κληροδοτούμενο επώνυμο (βλ. Κωνσταντίνος Καραμανλής ο νεώτερος) κι άλλοτε τα κληροδοτούμενα αντικείμενα, π.χ. «πήρα από τον πατέρα μου το όνομα κι απ’ τον παππού μου ένα ρολόι» (βλ. Γεώργιος Παπανδρέου ο νεώτερος). Παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία!
Έρχεται, λοιπόν, ο προκαθήμενος της κυβερνητικής πλειοψηφίας και αποφασίζει να ασκήσει εξουσία επί του ελληνικού λαού χρησιμοποιώντας φράσεις το πολύ δύο λέξεων, όπως για παράδειγμα «πάμε μαζί» ή «λεφτά υπάρχουν». Προφανής ο λόγος : ως παιδί μεταναστών δε μετείχε της ελληνικής παιδείας και υστερεί σε πληρέστερες διατυπώσεις. Φαίνεται όμως πως η γλωσσική του ανεπάρκεια τον οδήγησε σε περικοπές, φαινόμενο γενικό των ημερών, και αποφάσισε να κυβερνά μονολεκτικά. Τι κι αν προσπάθησε ο Λοβέρδος, συνταγματολόγος άνθρωπος, να τον πείσει πως δε γίνεται έτσι προκοπή. Εκείνος αμετάπειστος. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε : «Απαγορεύεται!».
Να τι παθαίνει όποιος αγνοεί την ελληνική νοοτροπία. Στον Έλληνα πες ό,τι θέλεις, ζήτα του ό,τι θέλεις, πάρ’ του ό,τι έχει, αλλά πάρ’ τον με το καλό. Μούσι να γίνει να τον ξουρίσεις, που έλεγε κι ο αλησμόνητος Ζίκος. Μονάχα αυτή την καταραμένη λέξη μην ξεστομίσεις, γιατί τον έκανες εχθρό. Και θα κάνει το εντελώς αντίθετο με οποιοδήποτε κόστος.
Για όσους αγνοούν ή αμφισβητούν τα γραφόμενα, θα δώσω απτά δείγματα της καθημερινότητας απ’ τα πιο απλά ως τα πιο σημαντικά.
«Απαγορεύεται το πτύειν και το ουρείν» - Ο Έλληνας εξακολουθεί να κατουράει όποιο δέντρο βρει όταν του έρθει η ανάγκη και να φτύνει κυρίως στη μέση του δρόμου.
«Απαγορεύεται η στάθμευση» - Εκεί θα δεις τα πιο πολλά σταθμευμένα αυτοκίνητα λες και δεν υπάρχει άλλο μέρος σ΄ ολόκληρη την πόλη.
«Απαγορεύεται η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ» - Αν γίνει αλκοτέστ στην έξοδο της ταβέρνας, όλοι θα εκτεθούμε ανεπανόρθωτα. Ας μην αναφερθούμε στα μπουζουκομάγαζα και κάθε λογής ξενυχτάδικο...
«Απαγορεύεται το σερβίρισμα αλκοόλ κάτω των 17 ετών» - Σιγά που δε θα πιει η πιτσιρικαρία για να το παίξουν άντρες. Σιγά που το κατάστημα θα χάσει την πελατεία του.
«Απαγορεύεται η ρίψη διαφημιστικών» - Τόνοι χαρτούρας, με προεξάρχοντες τους υποψήφιους βουλευτές και τους τοπικούς άρχοντες, φράζουν τα γραμματοκιβώτια των πολυκατοικιών και τα φρεάτια των δρόμων.
«Απαγορεύεται η ρίψη χαρτιών στη λεκάνη» - Και τότε πώς γίνεται να βουλώνουν και να πλημμυρίζουν κάθε τρεις και λίγο; Κάνουν αντίσταση στη χρήση τους;
«Απαγορεύεται η τοιχοκόλληση» - Καλά, δεν πειράζει. Θα γράψουμε σ’ όλο τον τοίχο με ανεξίτηλο σπρέι.
«Απαγορεύεται η ρίψη μπάζων» - Μέσα σε λίγες μόνο μέρες έχει δημιουργηθεί ο νέος σκουπιδότοπος.
«Απαγορεύεται η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας» - Και πώς χάνουμε τον πληθυσμό ενός χωριού κάθε χρόνο σε τροχαία ατυχήματα;
Και πόσα άλλα «απαγορεύεται» ακόμη.
Εδώ, καλέ μου πρωθυπουργέ, ο αείμνηστος πατέρας σου (που ομολογουμένως μετείχε της ελληνικής παιδείας) γκρέμισε δυο κάστρα του «απαγορεύεται», που γι’ αυτά θα τον θυμάται όλος ο ελληνικός λαός. Κι αν δεν τα ξέρεις, να σου τα γνωρίσω.
Πρώτο, το «ου μοιχεύσεις» του μωσαϊκού νόμου, με την αποποινικοποίηση της μοιχείας, που γλίτωσε τα ευάριθμα παράνομα ζευγάρια απ’ τη δημόσια διαπόμπευση, που μεταφέρονταν απ’ το ξενοδοχείο στο αστυνομικό τμήμα κι από κει στον εισαγγελέα του αυτόφωρου σαν ξεπεσμένοι ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
Δεύτερο, το «ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω» των παπάδων, δωρίζοντας το αυτόματο διαζύγιο και χαρίζοντας την ελευθερία σε χιλιάδες αλύτρωτους που βρίσκονταν επί δεκαετίες σε διάσταση από κοίτης και κλίνης με τις κατά νόμο συζύγους.
Πώς νομίζεις πως φρόντισε την υστεροφημία του; Με το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», με το «Βυθίσατε το Χόρα», ή για τις καλές του σχέσεις με τον αραβικό κόσμο;
Κι εσύ, μ’ ένα ξερό «Απαγορεύεται» θέλεις να μας κόψεις το κάπνισμα την ώρα που πίνουμε το καφεδάκι μας στη λιακάδα, την ώρα που τρώμε το μεζεδάκι μας με την παλιοπαρέα, την ώρα που ρίχνουμε τις στροφές μας για να φύγει από μέσα μας ο καημός.
Μα, πού ζεις, χρυσέ μου;;;
Έτσι καταλήξαμε στη σημερινή μορφή πολιτεύματος όπου οι πρωθυπουργεύοντες ανακηρύσσονται σ’ αυτό το αξίωμα άλλοτε με βάση το κληροδοτούμενο επώνυμο (βλ. Κωνσταντίνος Καραμανλής ο νεώτερος) κι άλλοτε τα κληροδοτούμενα αντικείμενα, π.χ. «πήρα από τον πατέρα μου το όνομα κι απ’ τον παππού μου ένα ρολόι» (βλ. Γεώργιος Παπανδρέου ο νεώτερος). Παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία!
Έρχεται, λοιπόν, ο προκαθήμενος της κυβερνητικής πλειοψηφίας και αποφασίζει να ασκήσει εξουσία επί του ελληνικού λαού χρησιμοποιώντας φράσεις το πολύ δύο λέξεων, όπως για παράδειγμα «πάμε μαζί» ή «λεφτά υπάρχουν». Προφανής ο λόγος : ως παιδί μεταναστών δε μετείχε της ελληνικής παιδείας και υστερεί σε πληρέστερες διατυπώσεις. Φαίνεται όμως πως η γλωσσική του ανεπάρκεια τον οδήγησε σε περικοπές, φαινόμενο γενικό των ημερών, και αποφάσισε να κυβερνά μονολεκτικά. Τι κι αν προσπάθησε ο Λοβέρδος, συνταγματολόγος άνθρωπος, να τον πείσει πως δε γίνεται έτσι προκοπή. Εκείνος αμετάπειστος. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε : «Απαγορεύεται!».
Να τι παθαίνει όποιος αγνοεί την ελληνική νοοτροπία. Στον Έλληνα πες ό,τι θέλεις, ζήτα του ό,τι θέλεις, πάρ’ του ό,τι έχει, αλλά πάρ’ τον με το καλό. Μούσι να γίνει να τον ξουρίσεις, που έλεγε κι ο αλησμόνητος Ζίκος. Μονάχα αυτή την καταραμένη λέξη μην ξεστομίσεις, γιατί τον έκανες εχθρό. Και θα κάνει το εντελώς αντίθετο με οποιοδήποτε κόστος.
Για όσους αγνοούν ή αμφισβητούν τα γραφόμενα, θα δώσω απτά δείγματα της καθημερινότητας απ’ τα πιο απλά ως τα πιο σημαντικά.
«Απαγορεύεται το πτύειν και το ουρείν» - Ο Έλληνας εξακολουθεί να κατουράει όποιο δέντρο βρει όταν του έρθει η ανάγκη και να φτύνει κυρίως στη μέση του δρόμου.
«Απαγορεύεται η στάθμευση» - Εκεί θα δεις τα πιο πολλά σταθμευμένα αυτοκίνητα λες και δεν υπάρχει άλλο μέρος σ΄ ολόκληρη την πόλη.
«Απαγορεύεται η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ» - Αν γίνει αλκοτέστ στην έξοδο της ταβέρνας, όλοι θα εκτεθούμε ανεπανόρθωτα. Ας μην αναφερθούμε στα μπουζουκομάγαζα και κάθε λογής ξενυχτάδικο...
«Απαγορεύεται το σερβίρισμα αλκοόλ κάτω των 17 ετών» - Σιγά που δε θα πιει η πιτσιρικαρία για να το παίξουν άντρες. Σιγά που το κατάστημα θα χάσει την πελατεία του.
«Απαγορεύεται η ρίψη διαφημιστικών» - Τόνοι χαρτούρας, με προεξάρχοντες τους υποψήφιους βουλευτές και τους τοπικούς άρχοντες, φράζουν τα γραμματοκιβώτια των πολυκατοικιών και τα φρεάτια των δρόμων.
«Απαγορεύεται η ρίψη χαρτιών στη λεκάνη» - Και τότε πώς γίνεται να βουλώνουν και να πλημμυρίζουν κάθε τρεις και λίγο; Κάνουν αντίσταση στη χρήση τους;
«Απαγορεύεται η τοιχοκόλληση» - Καλά, δεν πειράζει. Θα γράψουμε σ’ όλο τον τοίχο με ανεξίτηλο σπρέι.
«Απαγορεύεται η ρίψη μπάζων» - Μέσα σε λίγες μόνο μέρες έχει δημιουργηθεί ο νέος σκουπιδότοπος.
«Απαγορεύεται η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας» - Και πώς χάνουμε τον πληθυσμό ενός χωριού κάθε χρόνο σε τροχαία ατυχήματα;
Και πόσα άλλα «απαγορεύεται» ακόμη.
Εδώ, καλέ μου πρωθυπουργέ, ο αείμνηστος πατέρας σου (που ομολογουμένως μετείχε της ελληνικής παιδείας) γκρέμισε δυο κάστρα του «απαγορεύεται», που γι’ αυτά θα τον θυμάται όλος ο ελληνικός λαός. Κι αν δεν τα ξέρεις, να σου τα γνωρίσω.
Πρώτο, το «ου μοιχεύσεις» του μωσαϊκού νόμου, με την αποποινικοποίηση της μοιχείας, που γλίτωσε τα ευάριθμα παράνομα ζευγάρια απ’ τη δημόσια διαπόμπευση, που μεταφέρονταν απ’ το ξενοδοχείο στο αστυνομικό τμήμα κι από κει στον εισαγγελέα του αυτόφωρου σαν ξεπεσμένοι ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
Δεύτερο, το «ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω» των παπάδων, δωρίζοντας το αυτόματο διαζύγιο και χαρίζοντας την ελευθερία σε χιλιάδες αλύτρωτους που βρίσκονταν επί δεκαετίες σε διάσταση από κοίτης και κλίνης με τις κατά νόμο συζύγους.
Πώς νομίζεις πως φρόντισε την υστεροφημία του; Με το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», με το «Βυθίσατε το Χόρα», ή για τις καλές του σχέσεις με τον αραβικό κόσμο;
Κι εσύ, μ’ ένα ξερό «Απαγορεύεται» θέλεις να μας κόψεις το κάπνισμα την ώρα που πίνουμε το καφεδάκι μας στη λιακάδα, την ώρα που τρώμε το μεζεδάκι μας με την παλιοπαρέα, την ώρα που ρίχνουμε τις στροφές μας για να φύγει από μέσα μας ο καημός.
Μα, πού ζεις, χρυσέ μου;;;
1 σχόλιο:
Πάλι καλά που δεν μας απαγόρεψαν ακόμα να γράφουμε στα μπλογκς...
Δημοσίευση σχολίου