ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

«Το δάσος» του Ντέιβιντ Μάμετ

 


 «Το δάσος» του David Mamet - Στο θέατρο ΕΛ.ΕΡ

Σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή

με τη Δήμητρα Χατούπη και τον Δημήτρη Γκοτσόπουλο

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Η υπόθεση:

 

Ένα εξοχικό σπίτι στο δάσος επιλέγει ο πολυπράγμων Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας (και όχι μόνο) Ντέιβιντ Μάμετ για να στεγάσει την αλληγορική συγγραφική του ματιά για την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι, σε μια απόδραση του Σαββατοκύριακου, επιχειρεί να διασχίσει «Το δάσος», το δικό του δάσος των οικογενειακών καταβολών, των προσωπικών αγκυλώσεων και των κοινωνικών προκαταλήψεων, για να έρθει πιο κοντά, για να συναντηθεί και να σμίξει αξεχώριστα. Πόσο εύκολο είναι όμως αυτό, πόσο εφικτό είναι να ενωθούν και να συνυπάρξουν δύο άνθρωποι στο παρόν όταν ο ένας έχει το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και ο άλλος στο μέλλον; Όταν οι αναζητήσεις ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις, πώς μπορεί το ατομικό στοιχείο να υποταχθεί και να εναρμονιστεί με τους κανόνες της συμβίωσης; Ποια δύναμη είναι άραγε πιο ισχυρή και ασκεί τη μεγαλύτερη έλξη; Πόσο στ’ αλήθεια ο σύγχρονος άνθρωπος επιθυμεί να κινηθεί προς την κατεύθυνση μιας κοινής πορείας, να εγκαταλείψει το στατικό εγώ του για χάρη μιας εξελικτικής διαδρομής;

Είναι πυκνό και άγνωστο το «δάσος», μέσα στο οποίο εκούσια μπαίνουμε. Είναι γεμάτο τρύπες, συναισθήματα κενά, που καραδοκούν να μας καταπιούν, να μας σπρώξουν στην αδηφάγο χοάνη της θλίψης και της ψυχικής συντριβής. Και εμείς καλούμαστε να χαράξουμε τα ασφαλή μονοπάτια που θα μας οδηγήσουν στον προορισμό μας μοναχικά ή συντροφικά.

Πόσο συχνά στο πίσω μέρος του μυαλού των ανθρώπων η κοινή ζωή και η κοινή στέγη είναι συνυφασμένη με την επικράτηση των απόψεων του ενός, πράγμα που εκ των προτέρων είναι προάγγελος της διάστασης είτε εντός είτε εκτός κοινής ζωής και στέγης;

Ποιοι λόγοι μας ωθούν ώστε ο κατ’ επιλογή σύντροφός μας να είναι ταυτόχρονα ο χειρότερος εχθρός μας; Ή μήπως ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, αφού τελικά δεν μπορούμε να τον συνταιριάξουμε με τις προσωπικές επιλογές μας; Είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τη δύσκολη μάχη της συνύπαρξης ή συνειδητά προτιμάμε να φυγομαχήσουμε;

Μήπως, εν τέλει, ζούμε σε μια παράλληλη πραγματικότητα, στην προσωπική μας μυθολογία, δημιουργώντας ένα εύθραυστο κέλυφος που παρασάγγας απέχει από την αλήθεια και την ουσία της ζωής;

 

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

Αρχής γενομένης από την άψογη απόδοση του κειμένου στην ελληνική γλώσσα από την Έλσα Ανδριανού, θεωρούμε αξιέπαινη και αξιοσημείωτη την «ελληνοποιημένη» εκφορά του λόγου, ώστε ο θεατής να εξοικειώνεται αμέσως τόσο με το θέμα όσο και με τον χώρο που διαδραματίζεται το έργο.

Ο Θοδωρής Αμπαζής έχει στα χέρια του το άριστο κειμενικό υλικό. Με τη συνδρομή του Θάνου Ψαρρά και της  Γωγώς Μπόμπολα, εμπνέεται από την εσωτερικότητα του θεατρικού λόγου του Μάμετ και οραματίζεται ένα παραμυθιακό-ονειρικό και παράλληλα συμβολικό σκηνικό μέσα στο οποίο επιχειρούν να πραγματωθούν οι επιθυμίες δύο ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το αλληγορικό περιβάλλον δρα ως καταλύτης που επιτρέπει να αναδυθεί η διαφορετικότητά τους και να αποκαλυφθούν οι χαρακτήρες γυμνοί, δίχως την προστασία του κοινωνικού προσωπείου.

Ο Θοδωρής Αμπαζής εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο τη μουσική του παιδεία, αναλαμβάνοντας και τη μουσική επένδυση του έργου. Σαν κελάρυσμα ρυακιού ηχούν οι νότες που επιλέγει να συντροφεύουν την πλοκή, τόσο που ο θεατής έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για μια ακόμα –μη ορατή– παρουσία επί σκηνής. Παράλληλα, οφείλουμε να επισημάνουμε ως ιδιαίτερα επιτυχημένη τη σύλληψη της μελοποίησης στίχων του Oscar Wilde, που αποδίδονται μουσικά και φωνητικά από τη Βάσια Παππά, ως αρκούδα–σύμβολο του περιβάλλοντος επί σκηνής, με τη διακριτική παρουσία και τη βελούδινη φωνή.

Η Νίκη Ψυχογιού, συνεπικουρούμενη από τη Ζωή Κελέση. μεταμορφώνει τη σκηνοθετική ιδέα σε πράξη. Από την πρώτη στιγμή της εισόδου στην αίθουσα τα μάτια του θεατή μαγνητίζονται από την πρωτοτυπία του σκηνικού. Με υλικά απροσδόκητα που αναδίδουν επιλεκτική νεωτερικότητα, τα πάντα βρίσκονται στη σωστή θέση και αποδεικνύονται εξαιρετικά λειτουργικά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Υποδειγματικοί όμως είναι και οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη. Είναι ένα τρυφερό και συνάμα υποβλητικό παιχνίδισμα του φωτός με τις σκιές, που συνομιλεί ακατάπαυστα με το θεατρικό δρώμενο και οι φωτεινές δέσμες συμπλέουν με τον κυματισμό του ψυχισμού των ηρώων.

 

Οι ερμηνείες:

Η Δήμητρα Χατούπη και ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος ούτε «υποδύονται» ούτε «παίζουν» τους ρόλους, αλλά βυθίζονται στα άδυτα της ψυχής των ηρώων και αναδύονται ως υπαρκτοί Ρουθ και Νικ που, με σάρκα και οστά ενώπιόν μας, βιώνουν τις εμπειρίες αλλά και –κυρίως–  τα τραύματα της υπαρξιακής αγωνίας.

Η Δήμητρα Χατούπη (Ρουθ) είναι μια αιθέρια, λεπτεπίλεπτη αλλά και δυναμική γυναικεία φιγούρα. Με άριστη τεχνική και μοναδική πειστικότητα μας παίρνει μαζί της στο ταξίδι της αναζήτησης ισορροπίας μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Είναι ένα αεικίνητο ξωτικό με καθηλωτική συναρμογή κίνησης και φωνής, που δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα από πάνω της ακόμα και στην ελάχιστη αλλαγή στη στάση του σώματος, που προσαρμόζεις την ακοή σου στους τόνους της φωνής της για να νιώσεις κάθε συναισθηματικό της τριγμό.

Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος (Νικ) εμφανίζεται ισοϋψής στο πλάι του θεατρικού μεγέθους  της Δήμητρας Χατούπη. Άλλοτε ευαίσθητος και άλλοτε αναποφάσιστος, γεμάτος φοβίες και εμμονές,  εξωτερικεύει τον συναισθηματικό του κόσμο με τις αλλεπάλληλες μεταπτώσεις και δημιουργεί άμεση επικοινωνία με τον θεατή μέσα από το τρομαγμένο ή απορημένο βλέμμα και την παρακλητική κάποτε φωνή του, τις συσπάσεις του σώματός του, αλλά και τη συνολική σκηνική παρουσία του. Είναι σαφές ότι αποτελεί μία «ελπίδα» για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.

 

Συμπερασματικά: Αν οι θεατρόφιλοι επιζητούν την κυριολεξία της φράσης «Πάμε θέατρο», τότε πρέπει οπωσδήποτε να παρακολουθήσουν αυτή την παράσταση.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

 

Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού

Σκηνοθεσία-Μουσική Σύνθεση: Θοδωρής Αμπαζής

Σκηνογραφία, Ενδυματολογία: Νίκη Ψυχογιού

Σχεδιασμός Φωτισμού: Γιώργος Αγιαννίτης

 

Ερμηνεύουν:

Δήμητρα Χατούπη και Δημήτρης Γκοτσόπουλος

 

Μουσικός επί σκηνής: Βάσια Παππά

 

Φωτογράφιση: Ζαφείρω Βλάχου

Επικοινωνία: Νατάσα Παππά

Social media: Κατερίνα Κυπραίου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Θάνος Ψαρράς, Γωγώ Μπόμπολα

Βοηθός σκηνογράφου: Ζωή Κελέση

Οργάνωση και Εκτέλεση παραγωγής: Γιάννης Γκουντάρας & Αλεξάν Σαριγιάν

Παραγωγή: Η Πάνδημος Ηώς

Υπό την αιγίδα και με χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού

 

Πληροφορίες παράστασης

Χώρος: Θέατρο ΕΛΕΡ (Φρυνίχου 10, Αθήνα | πλησίον σταθμού μετρό Ακρόπολη)

Τηλέφωνο ταμείου θεάτρου: +30 211 735 3928

Ημέρες & ώρες παραστάσεων:

Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 | Κυριακή στις 18:00

Παραστάσεις μέχρι τις 13 Απριλίου.

Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Video παράστασης: https://www.youtube.com/watch?v=1tNdhX6i6Qc

 

Τιμές εισιτηρίων:

Κανονικό: 20€, Μειωμένο (φοιτητικό, ΑμΕΑ, ανέργων, 65+): 15€, Ατέλεια: 10€

Προπώληση εισιτηρίων: TICKET SERVICES

• online: https://www.ticketservices.gr/event/theatro-eler-to-dasos-tou-david-mamet/?lang=el

• τηλεφωνικά: 210 7234567

• εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Αθήνα


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: "Το δάσος" του Ντέιβιντ Μάμετ στο Θέατρο ΕΛΕΡ


«Το τραγούδι της Φλέρυς» του Δημήτρη Οικονόμου

 


Το τραγούδι της Φλέρυς του Δημήτρη Οικονόμου

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Παρακολουθήσαμε τον θεατρικό μονόλογο «Το τραγούδι της Φλέρυς» στο θέατρο «Σταθμός» στο Μεταξουργείο. Το κείμενο υπογράφει ο βραβευμένος πεζογράφος Δημήτρης Οικονόμου, ο οποίος κάνει την παρθενική του εμφάνιση στη θεατρική γραφή. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μάνος Καρατζογιάννης. Το βάρος της ερμηνείας φέρει η πολυτάλαντη Ελένη Κοκκίδου.

 

Η υπόθεση:

Ο Δημήτρης Οικονόμου επιλέγει ως σημείο έναρξης του μονολόγου ένα πραγματικό γεγονός από τη ζωή της Φλέρυς Νταντωνάκη, που συνέβη κατά τη διάρκεια της τελευταίας συναυλίας της στη Ρωμαϊκή Αγορά το 1985, όταν η τραγουδίστρια παθαίνει κρίση αγοραφοβίας εξαιτίας του πλήθους που έχει συρρεύσει για να την ακούσει. Απομονωμένη σε έναν μικρό χώρο κάνει μια αναδρομή της ζωής της με αναφορές στα παιδικά της χρόνια με ιδιαίτερη έμφαση στον κακοποιητικό πατέρα, με συμπεριφορές που τη στιγμάτισαν για την υπόλοιπη ζωή της. Μιλά για τα χρόνια που έζησε στην Αμερική, για τη γνωριμία και την ομόθυμη αποδοχή της από σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης. Αφηγείται την πρώτη συνάντησή της με τον Μάνο Χατζηδάκι, που έμελλε να σφραγίσει την καλλιτεχνική της οντότητα. Αναφέρεται με άπειρη τρυφερότητα στην κόρη της, τη Ζωή, το πιο σημαντικό πλάσμα για εκείνη στον κόσμο. Παράλληλα, όμως, μας παρουσιάζει το αληθινό της πρόσωπο, που αναζητά την αληθινή αγάπη διακαώς μέσα από τη θρησκεία, την τέχνη και τον έρωτα (με τη δική της σειρά προτεραιότητας). Επιχειρεί να μας μεταφέρει τη συντριβή του καλλιτέχνη καθώς αναζητά την ουσία των λέξεων μέχρι να αναδυθεί το τραγούδι από την καρδιά στα χείλη, γιατί μέσα από τον σεβασμό στη γλώσσα παράγεται πολιτισμός και ενδυναμώνεται η αντίσταση απέναντι στην Ελλάδα των μπουζουξίδικων και στο ανθρωποφάγο κοινό. Δηλώνει την αποστροφή της στα υλικά αγαθά και στο χρήμα, ενώ οδηγείται σε αδιέξοδο από τις συνωμοσίες του μυαλού και του ταραγμένου ψυχισμού. Ένα κείμενο που ρέει αβίαστα, ανθρώπινα, αληθινά και φτάνει χωρίς περιττά διανθίσματα στο κοινό.  

 

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

Ο Μάνος Καρατζογιάννης επιλέγει, ορθότατα, να στρέψει όλο το φως στον άνθρωπο Φλέρυ. Την κρατά διαρκώς στο προσκήνιο, ώστε οι θεατές να μένουν απόλυτα προσηλωμένοι σωματικά και ψυχικά στην εξιστόρηση της ζωής της, όπως εκείνη την έχει βιώσει μέσα από την εύθραυστη ισορροπία της. Επιλέγει να είναι μη ορατός στο κοινό και ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου, ο μουσικός που μελωδικά τη συνοδεύει επί σκηνής, αφήνοντας τα πάντα να αιωρούνται γύρω της και να δημιουργούν έναν κόσμο σύγκρουσης του ονείρου με την πραγματικότητα, του ορατού με το αθέατο, του φαντασιακού με το υπαρκτό, μέσα στον οποίο το αιθέριο πλάσμα ακροβατεί και εκτίθεται, χωρίς την ελάχιστη προσπάθεια συγκάλυψης των συναισθημάτων ή των απόψεών της – το αντίθετο μάλιστα. Η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου, με την επιβεβλημένη λιτότητα και μελωδικότητα, έρχεται ως το απαραίτητο συμπλήρωμα στον λόγο, ενώ οι εμβόλιμες τραγουδιστικές επιλογές γίνονται ένας ακόμα πόλος έλξης για να στρέψουμε όλη μας την προσοχή στο φαινόμενο Φλέρυ. Ο Άγγελος Παπαδόπουλος, με τους προσεκτικούς και ευαίσθητους φωτισμούς του, συντονίζεται με το όλο ύφος της παράστασης και δημιουργεί την κατάλληλη υποβλητική ατμόσφαιρα σε όλη τη διάρκεια του οπτικοακουστικού θεάματος. Τέλος, η κατανυκτική σκηνική δομή και οι λιτές ενδυματολογικές επιλογές από την Άση Δημητρολοπούλου έρχονται να συμπληρώσουν τον μαγνητισμό που αναδίδει ο χώρος μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η θεατρική δράση.

 

Η ερμηνεία:

Μέσα στη συνθήκη – οπτική, ακουστική, σκηνική – εμφανίζεται η πολυσχιδής Ελένη Κοκκίδου επί σκηνής ως Φλέρυ. Όχι, δεν εμφανίζεται ως Φλέρυ, είναι πράγματι η ενσάρκωση της Φλέρυς. Είναι εύθραυστη, ευαίσθητη, μελωδική, βαθιά συναισθηματική, αφοπλιστικά ειλικρινής, εμμονική, παραληρηματική, όλα αυτά μαζί, σε κάθε της κίνηση, κάθε της βλέμμα, κάθε έκφραση του προσώπου, κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα της, κάθε τραγούδι που αφήνει να ξεχυθεί από την ψυχή της, κάθε δάκρυ που κυλά στο μάγουλό της. Κάθε μέλος του σώματός της είναι άψογα ευθυγραμμισμένο με όσα ακούγονται από το στόμα της, ακόμα και με τον ενδιάμεσο ρυθμό της ανάσας της. Είναι δυσδιάκριτα τα όρια –αν υπάρχουν– μεταξύ της υποκριτικής και της ενσωμάτωσης της Φλέρυς. Από την αρχή μέχρι το τέλος της επί σκηνής δράσης ο θεατής ελκύεται από μια αξιοθαύμαστη δύναμη, που του δημιουργεί την επιθυμία να είναι προσηλωμένος στη Φλέρυ. Όχι, η Ελένη Κοκκίδου δεν ερμηνεύει έναν ακόμα βιογραφικό μονόλογο· μεταμορφώνεται κυριολεκτικά σε ένα πλάσμα ικανό να μας συμπαρασύρει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού του, στον ταραχώδη ψυχισμό του, αλλά και στην ουράνια μελωδία της ύπαρξής της. Αν το ηχηρό και από καρδιάς χειροκρότημα του κοινού είναι η ελάχιστη δικαίωση του καλλιτέχνη, τότε η Ελένη Κοκκίδου δικαίως το εισπράττει.

 

Συντελεστές

 

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Ερμηνεία: Ελένη Κοκκίδου

Μαζί της επί σκηνής ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου

Σκηνικά – κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου

Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου

Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος

Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Μπέκας

Γραφιστικά: Πέτρος Παράσχης

Φωτογραφίες: Σπύρος Περδίου

Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

 

Σταθμός Θέατρο: Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο

Παραστάσεις: Σάββατο & Κυριακή 21:00

Εισιτήρια: Στο ταμείο του θεάτρου (τηλ.:  2105230267)

και ηλεκτρονικά: Το Τραγούδι της Φλέρυς 3ος χρόνος | Εισιτήρια online! | More.com


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Το τραγούδι της Φλέρυς στο θέατρο Σταθμός


«Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ

 


«Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ 

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Η υπόθεση:

Στο Θέατρο της Ημέρας ανεβαίνει η «Προδοσία» του Νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ (έργο γραμμένο το 1978), μια ιδιαίτερη θεατρική παράσταση για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή το έργο είναι εμπνευσμένο από αληθινό και μάλιστα προσωπικό συμβάν, την εξωσυζυγική σχέση του συγγραφέα με την Τζόαν Μπέικγουελ. Το κείμενο του έργου στην ελληνική γλώσσα είναι μεταφραστική δημιουργία του Μάριου Πλωρίτη.

Ένα ερωτικό τρίγωνο ιδωμένο μέσα από την πρωτότυπη θεατρική ματιά του Άγγλου συγγραφέα (διαφορετική από εκείνη του Ίψεν), γνωστού για τις ρηξικέλευθες απόψεις του εν γένει, μέσα από μια αναδρομή αναμνήσεων και αποενοχοποιημένο, τελικά, από τα στερεότυπα της μοιχείας, της προδοσίας ή και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Χωρίς κοινωνικές προκαταλήψεις και με πλήρως αποδεκτές τις ανθρώπινες αδυναμίες, οι χαρακτήρες της μυθοπλασίας εμφανίζονται στην πραγματική τους διάσταση, με απουσία εξιδανικεύσεων ή μελοδραματισμών, με όση δραματικότητα ή κωμικότητα (γιατί όχι) ταιριάζει σε παρόμοιες καταστάσεις, σε τέτοιο βαθμό που τα τεκταινόμενα επί σκηνής φαντάζουν όχι αληθοφανή αλλά αληθινά.

Από όσα συμβαίνουν όμως, προκύπτουν ερωτήματα που κάθε ένας θεατής ξεχωριστά καλείται να απαντήσει: Είναι ικανές οι κοινωνικές συμβάσεις να χαλιναγωγήσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα; Μήπως ο έρωτας είναι τόσο ακαταμάχητος, ώστε κάθε πιθανή αντίσταση είναι προκαταβολικά μάταιη; Και επειδή πάντα υπάρχει τίμημα για τις αποφάσεις μας: Ποιο είναι άραγε μεγαλύτερο; Το τίμημα του πάθους ή της υποταγής σε μια επιλογή που έχει κλείσει τον κύκλο της, αλλά έχει δημιουργήσει παράπλευρες υποχρεώσεις; Οι απαντήσεις είναι τόσες, όσες και οι άνθρωποι που θα κληθούν να απαντήσουν διαχρονικά.

Τέλος, η διαδοχή των σκηνών με κατεύθυνση από το παρόν προς το παρελθόν σε όλη τη διάρκεια του έργου είναι επίσης μια πρωτοτυπία, μια εξελικτική διαδικασία που απαιτεί ισορροπία χειρισμών, ώστε ο θεατής να παραμείνει προσηλωμένος σε όσα επί σκηνής διαδραματίζονται. Και, πράγματι, ο Πίντερ πετυχαίνει και αυτό, κρατώντας το κοινό εντός θέματος και δράσης μέχρι τέλους.

 

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

Μέσα από την καθαρή και εύστοχη σκηνοθετική ματιά του Βύρωνα Κολάση, με τη συνδρομή της Ελένης Καταλιακού, βλέπουμε να εκτυλίσσεται επί σκηνής μια εντελώς ανθρώπινη ιστορία με όλη την αλήθεια και το ψέμα που της αναλογεί, χωρίς ακρότητες αλλά και με αινιγματικές καταστάσεις, και με τρεις χαρακτήρες που υπηρετούν πιστά το θέμα, την πλοκή, αλλά και το κείμενο.

Η μουσική επένδυση του Κώστα Μπίγαλη είναι υποβλητική και θεματικά συνυφασμένη με την ατμόσφαιρα και την υπόθεση του έργου, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως απαραίτητο ιντερμέδιο μεταξύ των σκηνών.

Ευρηματική η Μπέττυ Λυρίτη, υπεύθυνη τόσο για το στήσιμο του λιτού σκηνικού που επιτρέπει την ελεύθερη μετακίνηση των ηθοποιών κατά μήκος και πλάτος της σκηνής, όσο και στις απαιτούμενες ενδυματολογικές εναλλαγές που παραπέμπουν στην εποχή γραφής του έργου και λειτουργούν καθοριστικά στην αποσαφήνιση του απαραίτητου χρονικού διαχωρισμού των σκηνών.

Αθόρυβα υποβοηθητικοί οι φωτισμοί σε κάθε σκηνή της παράστασης με τη διακριτική επιμέλεια του Γιώργου Σηφάκη.

 

Οι ερμηνείες:

Ο Βύρων Κολάσης (Ρόμπερτ), με διπλή ιδιότητα, δρα και ως ηθοποιός που με την εμπειρία και την απόλυτη φυσικότητα «καταπίνει» τη σκηνή, πείθει τον θεατή ως αινιγματικός, λόγω των απόψεών του, απατημένος αλλά και απατών σύζυγος. Με εκφορά λόγου τέτοια, που ο θεατής εξοικειώνεται μαζί του και στο πρόσωπό του ίσως βλέπει και τον γείτονα της διπλανής πόρτας ή και τον ίδιο του τον εαυτό – πάντα αυτό εξαρτάται από την οπτική γωνία που αντιλαμβανόμαστε ή συμμετέχουμε στα γεγονότα.

Ο Κώστας Μπίγαλης (Τζέρρυ), ως εραστής, προσφέρει στο κοινό μια απροσδόκητη (λόγω της γνωριμίας του με το ευρύ κοινό ως μουσικός) και αξιοθαύμαστη ερμηνεία. Πάσχει πριν εξομολογηθεί τον «απαγορευμένο» έρωτά του, κατά τη διάρκεια της εξωσυζυγικής σχέσης, αλλά και μετά τη διακοπή της. Βρίσκεται σε μία διαρκή παραζάλη, που η έλξη της είναι τόσο δυνατή, ώστε να μη μπορεί να την αποφύγει. Είναι ο προφανής υπαίτιος της αναπότρεπτης δυστυχίας του σε μία εσωτερική παραληρηματική κατάσταση, που μαγνητίζει το βλέμμα και τη σκέψη του θεατή.

Η Έμμυ Δημητρακοπούλου (Έμμα), το μήλον της έριδος, σε διαρκή ένταση και αμφιβολία για όσα συμβαίνουν μέσα και γύρω της, σε αέναη αναζήτηση επιβεβαίωσης της γυναικείας φιλαρέσκειας και ματαιοδοξίας, αδιάκοπα παλινδρομεί και έχει ερωτήματα που δεν πρόκειται ποτέ να απαντηθούν, κινείται σε ατμόσφαιρα συγκρουσιακή με τον εαυτό της και με το περιβάλλον, ισορροπεί –ή έτσι θέλει να πιστεύει– σε ένα τεντωμένο σκοινί που δεν ξέρει πότε θα σπάσει ή αν έχει ήδη κοπεί χωρίς να το αντιληφθεί.

 

Μια απολαυστική παράσταση που συνιστάται ανεπιφύλακτα στους θιασώτες του κλασικού θεατρικού ρεπερτορίου.

 

Συντελεστές
Συγγραφέας: Χάρολντ Πίντερ
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Σκηνοθεσία: Βύρων Κολάσης
Φωτισμοί: Γιώργος Σηφάκης
Κονσόλα ήχου - φώτων: Ciel Κομνηνού
Σκηνικά- Κοστούμια: Μπέττυ Λυρίτη
Μουσική επιμέλεια: Κώστας Μπίγαλης
Φωτογραφίες: Απόστολος Δελάλης
VideoArt: Evangelos Callow
Graphics: Μάνος Σαλούστρος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Καταλιακού
Σύμβουλος επικοινωνίας: Αλίκη Δανάλη
Παραγωγή: Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού

 

Ερμηνεύουν:
Βύρων Κολάσης (Ρόμπερτ)
Κώστας Μπίγαλης (Τζέρρυ)
Έμμυ Δημητρακοπούλου (Έμμα)

 

Θέατρο της Ημέρας
Ημέρες και ώρα παραστάσεων: Δευτέρα 20:30 και Πέμπτη 21:00

Διάρκεια παράστασης: 90΄ λεπτά

Εισιτήρια: Γενική Είσοδος: 12 ευρώ / Μειωμένο (άνω των 65, Φοιτητές): 10 ευρώ / ΑΜΕΑ, ΑΤΕΛΕΙΕΣ, ΑΝΕΡΓΟΙ: 5 ευρώ.
Προπώληση:
https://www.ticketservices.gr/event/theatro-tis-imeras-prodosia-harold-pinter/ 

Κρατήσεις εισιτηρίων: 6944 462456 (11.00 - 14.00), 6937 194058 (14.00 - 16.00) και στο ταμείο του θεάτρου


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: «Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ στο Θέατρο της Ημέρας



 

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

"Νεκρές ψυχές" του Νικολάι Γκόγκολ Απόδοση: Σοφία Καραγιάννη

 


Νεκρές ψυχές του Νικολάι Γκόγλολ

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Η υπόθεση:

Στις «Νεκρές ψυχές», το ένα του και μοναδικό μυθιστόρημα, ο Νικολάι Γκόγκολ καυτηριάζει με λόγο εύστοχο και διαπεραστικό το καθεστώς της δουλοπαροικίας που ίσχυε στην τσαρική Ρωσία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς οι δουλοπάροικοι (ψυχές) αποτελούσαν ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων, που είχαν το δικαίωμα αγοραπωλησίας ή υποθήκευσής τους, όπως ακριβώς μπορούσαν να κάνουν με κάθε άλλο περιουσιακό τους στοιχείο. Τουλάχιστον αυτό δηλώνεται στην επιφάνεια του αφηγήματος. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο βαθύ και ουσιώδες, όταν ο αδύναμος άνθρωπος, ο κοινός θνητός, μεταμορφώνεται νόμιμα σε αντικείμενο εμπορικής διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει δικαίωμα στην ίδια του την ύπαρξη. Και όταν μία κοινωνία στο σύνολό της αποδέχεται ως λογική αυτή τη συνθήκη, τότε η νέκρωση και η σήψη της ανθρώπινης ψυχής έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που μόνο το εκ θεμελίων γκρέμισμα είναι η ενδεδειγμένη λύση.

Ωστόσο, και μέχρι αυτό να συμβεί, άνθρωποι της μεσαίας κυρίως τάξης, όπως ο  Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, δεν θα πάψουν να μηχανεύονται τρόπους και να εκμεταλλεύονται την ευκαιρία πλουτισμού που μπορεί να τους δοθεί, αν βάλουν σε εφαρμογή μια «έξυπνη» ιδέα. Ο ήρωας δεν είναι παρά ένας αδίστακτος και ανήθικος –πλην νομιμοφανής– απατεωνίσκος που σκαρφίζεται την αγορά τίτλων νεκρών δουλοπάροικων από τους πρώην ιδιοκτήτες τους, ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως εχέγγυο για να αναπτύξει υποτιθέμενη επιχειρηματική δραστηριότητα.  

Νεκρά ανθρώπινα αισθήματα, νεκρές συνειδήσεις, νεκρές ηθικές αξίες  που περιγράφονται με υποδόριο διδακτισμό μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα, τις ρεαλιστικές καταστάσεις, αλλά και τη σωστή δόση πικρής κοινωνικής σάτιρας.

Όταν όμως η αλγεινή πραγματικότητα του παρελθόντος διασυνδεθεί –όπως συμβαίνει στην παράσταση– με αντίστοιχες σημερινές απάνθρωπες τακτικές αντιμετώπισης του ανθρώπου, διάχυτες στην παγκόσμια κοινότητα, ως αριθμού στατιστικής, ως ανώνυμης μονάδας παραγωγής κέρδους, ως χρεογράφου που μπορεί να γίνει χαρτί διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας και στην πολιτική, ή ως άχρηστου υλικού όταν δεν μπορεί πλέον να αποφέρει κέρδος (βλέπε συνταξιοδότηση), το κλασικό αποκτά δυναμική που το μετασχηματίζει σε σύγχρονο και επίκαιρο. Και αν στις μέρες μας οι εκλιπόντες, οι «νεκρές ψυχές», δεν μπορούν να είναι επενδυτικό προϊόν (και αυτό υπό αίρεση), μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης των οικείων τους από τους επαγγελματίες της εκφοράς στην τελευταία τους κατοικία.

 

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

Η βραβευμένη (δικαίως!) σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη αναλαμβάνει για μια ακόμα φορά το εγχείρημα της μεταφοράς του αφηγηματικού-ποιητικού λόγου και της μυθιστορηματικής πλοκής σε λόγο θεατρικό και δράση επί σκηνής. Καταπιάνεται με ένα κείμενο με σημαντικές ελλείψεις, αξιοποιεί κάθε σημαντική λεπτομέρεια, αφαιρεί, προσθέτει και τροποποιεί με σεβασμό και χειρουργική ακρίβεια, μέχρι να δημιουργήσει μια στιβαρή συνολική θεατρική εικόνα, που από την πρώτη στιγμή κερδίζει τον θεατή και τον κρατά εθελούσια δέσμιο της δράσης μέχρι το συγκλονιστικό φινάλε. Επιλέγει τον γοργό ρυθμό εξέλιξης, έναν καλπασμό αμείωτης έντασης από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ παράλληλα φωτίζει το παρόν μέσα από το παρελθόν και κινεί τα νήματα που οδηγούν στην κορύφωση.

Για μια ακόμα φορά, με αξιοζήλευτη ευρηματικότητα που ξεπερνά τα συνήθη όρια μεταφέρει το κοινό νοερά στους χώρους –εσωτερικούς ή εξωτερικούς– που διαδραματίζονται τα γεγονότα με το μίνιμουμ των απαιτούμενων μέσων, ενώ καθοδηγεί τους δρώντες επί σκηνής στην απόλυτη εργαλειοποίηση κάθε μέλους του σώματός τους και στην ακραία εκμετάλλευση των υποκριτικών τους δυνατοτήτων.

Η αισθητική αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος είναι καθηλωτική. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Σοφίας Καραγιάννη είναι για μια ακόμα φορά εμπνευσμένη, υποδειγματική, αξιοθαύμαστη και αξιέπαινη από κάθε άποψη. Συνεργάτιδές της στην επίπονη αυτή διαδρομή η έμπειρη Σβετλάνα Μαμαλούι ως σύμβουλος δραματουργίας και η Μαρία Χαριτοπούλου ως βοηθός σκηνοθέτη.

Η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Γεωργία Μπούρδα, ο συνθέτης της μουσικής Γιώργος Χριστιανάκης, η επιμελήτρια της κίνησης Μαργαρίτα Τρίκκα, η υπεύθυνη για τους φωτισμούς Βασιλική Γώγου και η μακιγιέζ Στέλλα Χατζοπούλου κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Καθένας στον τομέα του είναι προφανές ότι έχει δώσει τον καλύτερό του εαυτό, έχει συντονιστεί και συγχρονιστεί με τη σκηνοθετική ματιά και από τη θέση του συμπράττει με όλες του τις δυνάμεις, ώστε να φτάσει στο κοινό η άριστη τελική εικόνα.

 

Οι ερμηνείες:

 

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ως πρώτος μεταξύ ίσων στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν υποδύεται, αλλά είναι ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικοφ, είναι ο τυχοδιώκτης που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά πατώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων. Επί σκηνής δρα εξαντλητικά τόσο ως προς τις σωματικές του δυνάμεις όσο και ως προς τις ψυχικές ακροβασίες. Η συναισθηματική του κατάσταση έχει αλλεπάλληλες εναλλαγές που συμβαίνουν με ταχύ ρυθμό, ενώ το σώμα του ταυτίζεται απόλυτα με τις απαιτήσεις της στιγμής. Γίνεται κωμικός ή δραματικός, απαιτητικός ή παρακλητικός, σκληρός ή ιπποτικά ευγενικός, ή όλα αυτά μαζί σε ένα παραλήρημα αρκεί να πετύχει τον σκοπό του. Φοράει κάθε φορά το προσωπείο που τον φέρνει πιο κοντά στο επιθυμητό χωρίς τύψεις ή ενοχές. Οι μορφασμοί του προσώπου και οι έντονες σωματικές του συσπάσεις είναι το όχημα πάνω στο οποίο συνταξιδεύει ο θεατής και αισθάνεται κάθε απώλεια της ισορροπίας που οδηγεί σε πιθανή πτώση, ο λόγος του είναι το ρεύμα του ποταμού μέσα στο οποίο συμπαρασύρεται ο θεατής και βιώνει τη σταδιακή απώλεια της ανθρωπιάς που προκαλεί ο αμοραλισμός – όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά μιας κοινωνίας. Ο θεατής συνοδοιπορεί μαζί του από την άνοδο μέχρι την πτώση και επισφραγίζει την ανεπανάληπτη ερμηνεία του με ένα παρατεταμένο ζωηρό και από καρδιάς χειροκρότημα.

Ο Διονύσης Λάνης, ο Γιάννης Μάνθος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πασσάς είναι οι τέσσερις συμπρωταγωνιστές και ισάξιοι στυλοβάτες της παράστασης. Υποδύονται ρόλους (γυναικείους και ανδρικούς) αδιάκοπα εναλλασσόμενους και εκ περιτροπής επαναλαμβανόμενους, Μοχθούν σωματικά και ψυχικά, με την ηδονή αποτυπωμένη στα κάθιδρα πρόσωπά τους, με το πάθος που αναδύεται σε κάθε τους κίνηση, με τον εκπληκτικό συντονισμό των κινήσεων που υποδηλώνει στρατιωτική πειθαρχία και πλήρη έλεγχο κάθε εκατοστού της σκηνής. Τέσσερις σκηνικές παρουσίες που λειτουργούν ως ένα σώμα διαιρεμένο σε ισοδύναμα κλάσματα, που το κάθε ένα ανά πάσα στιγμή συμπεριφέρεται υποδειγματικά ως μέρος του όλου. Και όλοι μαζί αλληλεπιδρούν και ωθούν τον πρωταγωνιστή σε ακρότητες, τον υποβάλλουν σε συνεχή περιδίνηση, είναι ταυτόχρονα συνεταίροι και αντίπαλοί του σε από κοινού εγκλήματα, συνεργάτες και αντίζηλοί του όταν τα συμφέροντα συγκρούονται, συνυπεύθυνοι στην εξάπλωση της κοινωνικής σήψης, και καθώς μεταμορφώνονται αστραπιαία με πρωτόγνωρο συντονισμό, συναποτελούν τον απόλυτο μηχανισμό σωμάτων και συναισθημάτων με κορυφαίες και ισότιμες ερμηνείες. Απόλυτα δικαιολογημένο το θερμό και ενθουσιώδες χειροκρότημα που επίσης εισπράττουν από το κοινό.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια εξαιρετική θεατρική παράσταση που συνιστάται ανεπιφύλακτα και το θεατρόφιλο κοινό πρέπει οπωσδήποτε να δει.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

 

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη

Ελεύθερη απόδοση-Διασκευή: Σοφία Καραγιάννη

Σύμβουλος Δραματουργίας: Σβετλάνα Μαμαλούι

Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα

Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα

Σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χαριτοπούλου

Μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου

Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Trailer: Στέφανος Κοσμίδης

Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

Παραγωγή: GAFF

 

Ερμηνεία (αλφαβητικά): Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος. Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς.

 

Θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες, Τουρναβίτου 7, Αθήνα 105 53

Παραστάσεις: Τετάρτη (19:00), Παρασκευή, Σάββατο (21:00), Κυριακή (18:15)

Κρατήσεις θέσεων: στο ταμείο του θεάτρου 2103255444 (καθημερινά 18.00-21.00, Κυριακή 17.00-21.00, εκτός Πέμπτης)

και ηλεκτρονικά: Νεκρές ψυχές | Εισιτήρια online! | More.com


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Νεκρές ψυχές - σε απόδοση Σοφίας Καραγιάννη


 

 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Ξέρξης - Θεατρικό έργο της Μαρία Δρίμη

 


«Ξέρξης» - Κωμωδία της Μαρίας Δρίμη

στο Θέατρο «Αλκμήνη»

 

Θεατρική κριτική του Δημήτρη Φιλελέ

 

Η υπόθεση:

 

Τον «Ξέρξη», τον υπερσύγχρονης τεχνολογίας δονητή, προσφέρει ως δώρο-έκπληξη η δικηγόρος Μίνα στις τρεις επιστήθιες και ώριμες ηλικιακά φίλες της, την καθηγήτρια αγγλικών Κλειώ, τη δερματολόγο Φαίη και τη μοδίστρα Μαίρη, καθώς καθεμιά τους ταλαιπωρείται από διάφορες και διαφορετικές αποτυχημένες ερωτικές προτιμήσεις και συνευρέσεις. Την απόλυτη χρηστικότητα του ερωτικού βοηθήματος επιβεβαιώνει με αφοπλιστική πειστικότητα και ο χαρισματικός διαφημιστής-πωλητής Αλκιβιάδης.

Άραγε είναι τυχαία η συνωνυμία του ερωτικού εργαλείου με τον διαβόητο μεγάλο βασιλιά των Περσών, που ξεκίνησε θριαμβευτικά με την ισχυρότερη πολεμική μηχανή του τότε γνωστού κόσμου, για να την οδηγήσει σε μια από τις πιο γνωστές πανωλεθρίες της παγκόσμιας ιστορίας;

Άραγε ένα όργανο της τεχνολογίας είναι «μια κάποια λύσις», ικανή να προσφέρει ηδονή και οργασμό εκεί που δύο (τουλάχιστον) είναι απαραίτητοι; Τι απομένει όταν τελειώσει ένα μυθικό ταξίδι στη libido, όταν τη γοητευτική απογείωση διαδέχεται η ανώμαλη προσγείωση και επικείμενη συντριβή;

Μήπως πρόκειται για μια ακόμα καταναλωτική παγίδα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τα θύματά της σε ακόμα πιο βαθιά αποξένωση, ένα φαινόμενο-μάστιγα της σύγχρονης ανθρωποφάγου κοινωνίας;

Πόσο αναγκαία και χρήσιμα είναι τα «αγαθά», που σύντομα μεταμορφώνονται σε εθιστικούς δυνάστες του μυαλού και του σώματος;

Όμως πάντα υπάρχει μια χαραμάδα ελπίδας, καθώς κάθε πρόβλημα εμπεριέχει τη λύση του, ώστε από αυτή τη σχισμή να περάσει το φως που θα φέρει την επόμενη λαμπερή  ημέρα.

 

 

Η παράσταση ως συνολική εικόνα:

 

Η Μαρία Δρίμη, μέσα από το κείμενό της, επιλέγει να μας παρουσιάσει τις σκοτεινές γωνιές της σύγχρονης κοινωνίας με κωμική απεικόνιση. Εξάλλου, η ζωή είναι τόσο τραγική ή τόσο κωμική, όσο εμείς την αντιλαμβανόμαστε.

Με λόγο ευθύ, ταχύ και εύστροφο, και συνεχή ροή μας μεταφέρει τη ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα, την τάση απομόνωσης και αποξένωσης που καθημερινά βαθαίνει, την απογοήτευση της καταναλωτικής μανίας, μέσα από την κωμική τους όψη, σκορπίζοντας αβίαστο γέλιο (σημαντικό), ενώ παράλληλα μας προβληματίζει υποδόρια (εξίσου σημαντικό). Είναι φανερή η αισιόδοξη ματιά της μέσα από τη δύναμη της φιλίας αλλά και της συντροφικότητας. Οι χαρακτήρες που πλάθει, τόσο διαφορετικοί και άλλο τόσο όμοιοι, μας παίρνουν μαζί τους στο ταξίδι της περιπλάνησης, της παραπλάνησης, αλλά και της ανακάλυψης της αλήθειας, που μας επιτρέπει να παραμείνουμε ανεξάρτητες υπάρξεις αλλά και κοινωνικά όντα με την κυριολεκτική έννοια του όρου.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Κοντοπόδης αναλαμβάνει να μετατρέψει τον θεατρικό λόγο σε κίνηση και δράση επί σκηνής -ομολογουμένως σε στενότητα χώρου- και πετυχαίνει τον στόχο του ως ήρεμη δύναμη, δημιουργώντας ένα δεμένο σύνολο που δρα ομαδικά, συνεργατικά και αλληλοϋποστηρικτικά, συνθήκη που φτάνει με αμεσότητα στο κοινό. Η πληθώρα των σκηνών εναλλάσσεται χωρίς χάσματα και η αίσθηση της εσωτερικής ενότητας αποτυπώνεται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Συνδυασμένοι με το όλο κλίμα οι λιτοί φωτισμοί και υποστηρικτικές οι μουσικές επιλογές (από τον σκηνοθέτη), τυπική η ενδυματολογική άποψη (από την Έλλη Δρίμη), στα όρια του απολύτως απαραίτητου το μίνιμαλ σκηνικό (από την Πηνελόπη Μπουρλή).

 

Οι ερμηνείες:

 

Η Γεωργία Πιλιτσίδου (Μίνα): Πληθωρική, παρορμητική, αλλά και συμπονετική. Υπενθυμίζει με μετρημένες δόσεις κλαυσίγελου τις αστοχίες, αλλά προσθέτει και νότες αισιοδοξίας στη γυναικεία συντροφιά. Είναι ο συνδετικός κρίκος που κρατά την ομάδα χαρωπή στα εύκολα, αλλά κυρίως ενωμένη στα δύσκολα. Η «τιμωρία» του Αριστοτέλη από τα καλύτερα στιγμιότυπα κορύφωσης του κωμικού στοιχείου.

Η Κωνσταντίνα Μυρίτη (Φαίη): Όταν η επιστήμονας αναδύει από μέσα της τη γυναίκα και τους ανεκπλήρωτους πόθους της, μεταμορφώνεται σε ένα «αλητάκι» επί σκηνής, με αθυροστομία όταν και όσο πρέπει, τόσο χαριτωμένα και αυθόρμητα, που νομίζεις πως ακούς την κολλητή σου με εξομολογητική διάθεση σε περιβάλλον απόλυτης οικειότητας. Η ψυχολογική κατάρρευσή της είναι η μετάπτωση που φέρει τη σφραγίδα της υποκριτικής αξιοπιστίας.

Η Αλεξάνδρα Μπαούση (Κλειώ): Η τυπική μορφή συζύγου που έχει αναλάβει τον ρόλο της ενδοοικογενειακής θεραπεύτριας, δεν παραιτείται από τη ζωή και γίνεται η επιτομή του μπρίο, με υποδειγματική μυϊκή συναρμογή, που κάθε της λέξη και κίνηση σκορπίζει άφθονο αβίαστο γέλιο, καθώς και η πιο δύσκολη (έως και τραγική) στιγμή είναι ευκαιρία για διακωμώδηση και αυτοσαρκασμό. Ξεχωριστή ξεκαρδιστική στιγμή η ανάγνωση του μυθιστορηματικού αποσπάσματος προς το τέλος της παράστασης.

Η Πηνελόπη Μπουρλή (Μαίρη): Το κορίτσι της διπλανής πόρτας, η φυσιογνωμία με λαϊκό στυλ και συμπεριφορά από την αρχή μέχρι το τέλος. Φανερά καταπιεσμένη από τις προσωπικές της επιλογές αλλά και από το στενό της περιβάλλον, με άκρα μυστικότητα ξεπερνά το ενοχικό της υπόβαθρο και βρίσκει φυσικό καταφύγιο στην αγκαλιά του Αριστοτέλη. Αξιοσημείωτη η αυθεντικότητα της στάσης του σώματος και των εκφράσεών της σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Ο Γιάννης Καραμάνος (Αλκιβιάδης): Κάτω από το προσωπείο-καρικατούρα του επιτυχημένου πωλητή κρύβει επιμελώς την αγωνία του ανθρώπου που δεν έγινε αυτό που η οικογένειά του προσδοκούσε από αυτόν. Είναι τόσο ελκυστικές οι ανθρώπινες αδυναμίες του και τόσο αληθινός ο τρόπος που τις αναδεικνύει, με εντελώς θεμιτή υπερβολή, ώστε πολύ θα ήθελε ο θεατής να είναι φίλος του, να τον συντροφεύει στις δυσκολίες και να χαίρεται με τη χαρά του. Δεινοπαθεί χαρακτηριστικά ανάμεσα σε τέσσερις γυναίκες, αλλά τελικά ισορροπεί και επιβιώνει.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

 

Κείμενο: Μαρία Δριμή

Σκηνοθεσία – Μουσική Επιμέλεια: Γιώργης Κοντοπόδης

Βοηθός σκηνοθέτη: Πηνελόπη Μπουρλή

Σκηνικά: Πηνελόπη Μπουρλή

Φωτισμοί: Γιώργης Κοντοπόδης

Βίντεο: Μαριαλένα Μπόη

Κοστούμια: Έλλη Δριμή

Κίνηση: Γιώργης Κοντοπόδης

 

Διανομή

Μίνα: Γεωργία Πιλιτσίδου

Φαίη: Κωνσταντίνα Μυρίτη

Κλειώ: Αλεξάνδρα Μπαούση

Μαίρη: Πηνελόπη Μπουρλή

Αλκιβιάδης: Γιάννης Καραμάνος

 

Θέατρο Αλκμήνη, Αλκμήνης 8-12, Αθήνα 118 54.

Τηλ.: 2103428650, 6981372644
Παραστάσεις: από 30 Ιανουαρίου και κάθε Πέμπτη στις 21:15 για 11 παραστάσεις.

Διάρκεια παράστασης : 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα).

Κατάλληλο άνω των 16 ετών.

Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: 

https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/xerxes/


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: "Ξέρξης", της Μαρίας Δρίμη