Νίκος Ζαννής – «Στα χρόνια της
υπομονής...»
εκδόσεις red n’ noir, Αθήνα,
Ιούνιος 2024
Κριτική
προσέγγιση του Δημήτρη Φιλελέ
«Στα
χρόνια της υπομονής...» (δεν μας θυμήθηκε κανείς). Με παρακίνηση από τους
στίχους του γνωστού λαϊκού τραγουδιού και το άκουσμά του από τον ακόμη πιο
γνωστό ερμηνευτή του, ο Νίκος Ζαννής αποφασίζει να γράψει την ομότιτλη νουάρ
παραμυθονουβέλα (εκδόσεις red n' noir, Αθήνα, Ιούνιος 2024, isbn: 978-618-5684-20-4).
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας, ο Αρίσταρχος,
ιδιωτικός ερευνητής που κάποτε υπήρξε αστυνομικός «γιατί έτσι νόμιζε πως θα
πολεμάει το κακό», αλλά πολύ σύντομα κατάλαβε ότι «αν είσαι μέρος του
συστήματος, είσαι ένοχος άσχετα αν πατάς τη σκανδάλη». Τοποθετημένος από τον συγγραφέα
στον δέκατο έκτο όροφο του μοναδικού ουρανοξύστη είκοσι δύο ορόφων σε μια
συνοικία με διώροφα κτίσματα, σε μια πόλη που μπορεί να είναι και η πόλη μας, μας
μεταφέρει εξαρχής το σαρκαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρόκειται να εκτυλιχθεί
η ιστορία.
Φανατικός καπνιστής, λάτρης του αλκοόλ και των
αλκοολικών ποδοσφαιριστών παγκόσμιας κλάσης, υποταγμένος διά βίου στην
ακαταμάχητη έλξη του ωραίου φύλου, εξοικονομεί τα προς το ζην από τη λύση
υποθέσεων μοιχείας. Ζει κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ ψευδαίσθησης και
πραγματικότητας, μέχρι που ένας παλιός έρωτας έρχεται να ταράξει τα νερά και
από ερευνητής μεταπίπτει σε μυστικό εραστή, από διώκτης σε πιθανό διωκόμενο και
θύμα ευρύτερης συνωμοσίας χορτοφάγων εναντίον «χορτοφαγο-φάγων»· για τη ροή των
γεγονότων, βέβαια, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει και ένας ρουφιάνος, που
προσωποποιείται στη φυσιογνωμία της κουτσομπόλας θυρωρού, που μπορεί και να
είναι αχρείαστη.
Αν όμως η μητέρα είναι μια ασήμαντη πληροφοριοδότης,
ο γιος της είναι σημαντικός καλλιτέχνης φωτογράφος, απαραίτητος για την
απαθανάτιση της εικόνας των παράνομων τρυφερών περιπτύξεων, που αποτελεί τον
αδιάψευστο μάρτυρα της τέλεσης του βδελυρού αμαρτήματος της μοιχείας. Σε πόσο
δεινή όμως θέση θα βρεθεί και αυτός όταν το «υποκείμενο» βρεθεί μπροστά στα έκπληκτα
μάτια του σε τρυφερό εναγκαλισμό με τον δαιμόνιο -εργοδότη του- ιδιωτικό
ερευνητή; Όλα, βέβαια, μπορούν να λησμονηθούν ανώδυνα και να θεωρηθούν
παροράματα με ένα ποτήρι ουίσκι και άπειρα ερωτικά χάδια. Εδώ μέχρι και ο
μεγάλος δάσκαλος των ερευνητών, ο Μερακλής Πουμαρό, θα σήκωνε τα χέρια ψηλά.
Φαίνεται όμως ότι η μαγνητική έλξη του «υποκειμένου»
είναι ακατανίκητη, ενώ ένα σημείωμα με στίχους των Led Zeppelin περιπλέκει
ακόμη περισσότερο την υπόθεση και ένα σημείωμα για ένα ραντεβού στα σκοτεινά
ίσως φωτίσει επιτέλους τις σκιερές πτυχές της υπόθεσης. Όμως όλος ο κόσμος
ξαφνικά σκοτεινιάζει και ο ήρωας βρίσκεται με αδαμιαία περιβολή σε έναν άγνωστο
χώρο, όπου η προσφώνηση «αγάπη μου», αντί ψυχικής ανάτασης προκαλεί φόβο. Η
βουτιά στο αδιέξοδο βαθαίνει όλο και πιο πολύ, μέχρι που ο Αρίσταρχος φτάνει να
αναρωτιέται για το όφελος που προκύπτει για τους ανθρώπους από την προσφορά των
υπηρεσιών του, αφού είναι αυτός που τους γνωστοποιεί την απώλεια μιας ουτοπίας
και τους βυθίζει στη θλίψη για κάτι ανύπαρκτο. Βέβαια, ο πλανήτης δεν περίμενε
εκείνον για να πέσει με τα μούτρα στην κατάθλιψη, αφού οι άνθρωποι, ύστερα από
την έξωση από την Εδέμ, κατοικούν μόνιμα στον βυσσινόκηπο των καθημερινών
ανατροπών.
Και αν η «αγάπη» του είναι περισσότερες από μία;
Μπορεί και δύο, μπορεί και τρεις (αδελφές). Και αν, τελικά, για την ανεπαρκή
ανάλυση των δεδομένων ευθύνεται το είδος του φαγητού που καταναλώνει ο ήρωας;
Μήπως με την αλλαγή διατροφής οδηγηθεί στη λύση του μυστηρίου;
Τελικά, όπως συμβαίνει σε κάθε αστυνομική ιστορία που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και εδώ ο συγγραφέας μάς επιφυλάσσει ένα ξαφνικό ταξίδι στο μυστηριώδες αρχοντικό κάποιου «θείου Βάνια» και στο αναμενόμενο ανατρεπτικό τέλος, δικαιώνοντας την αρχική του θέση ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Ωστόσο, η ιστορία είναι μόνο η αφορμή. Από την αρχή
μέχρι το τέλος του κειμένου βιώνουμε μια λεκτική παρωδία, μια ιλαροτραγωδία ικανή
να οδηγήσει στη λύτρωση ή την καταστροφή, με τους στίχους των τραγουδιών και
τις μουσικές να φυτρώνουν εκεί που δεν τις σπέρνουν και να δίνουν λύση στο
πρόβλημα ως από μηχανής θεοί, σε μια εποχή που κανένας πλέον δεν τους
εμπιστεύεται.
Γιατί η ζωή είναι τόσο κωμική ή τόσο τραγική όσο
εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Ως εκ τούτου αναβλύζουν και τα πηγαία ερωτήματα:
Υπάρχει τελικά η κοινή για όλους πραγματικότητα ή ο καθένας μας βολεύεται σ'
εκείνη που του κάνει τη ζωή πιο εύκολη; Είναι τόσο σκληρή όσο λέγεται ή
επιδέχεται μαλάξεις, ώστε να γίνει πιο εύπεπτη; Και όπως ο συγγραφέας πιστεύει,
οι ερωτήσεις εμπεριέχουν πάντα τις απαντήσεις; Γρήγορος ρυθμός, δομημένος λόγος
σε αντιστοιχία με τη φυσιογνωμία των ηρώων, καυστικό χιούμορ, σαρκασμός και
αυτοσαρκασμός, συνεχείς ανατροπές, συγκαλύψεις και αποκαλύψεις, παρερμηνείες
και παρανοήσεις, με φανερές τις επιδράσεις από τη θεματολογία και τον τρόπο
γραφής του Άντον Τσέχωφ.
Μέσα από τις σελίδες του αφηγήματος παρελαύνουν: η
διάψευση ελπίδων και επιθυμιών, η ιλαροτραγωδία ανεκπλήρωτων ερώτων, η αδυναμία
των ανθρώπων να κατανοήσουν και να αφομοιώσουν έγκαιρα τις κοινωνικές αλλαγές,
αλλά και η αδιανόητη αμφισβήτηση της
ιεραρχίας, με παραπομπή στο παρασκήνιο στις Τρεις
αδελφές, τον Θείο Βάνια, τον Βυσσινόκηπο, αλλά και τον Θάνατο ενός δημόσιου υπαλλήλου του
μεγάλου συγγραφέα.
Άλλο τόσο, όμως, είναι υπαρκτή και η ιδιαίτερη
προσωπικότητα του συγγραφέα μέσα από τα αναπάντητα και βασανιστικά ερωτήματα
που τον απασχολούν, χωρίς ή με φιλοσοφικές προεκτάσεις, όπως το ποτό: (Από το
τελευταίο μπουκάλι σιβηριανής βότκας) «έβαλε στο ποτήρι του αργά και
βασανιστικά δύο δάχτυλα... μεγαλοπόδαρου δράκου της στέππας!» (σελ. 13), η
μεταθανάτια ερωτική φήμη: «Θα έρθουν στην κηδεία μου οι γυναίκες που αγάπησα ή
θα στείλουν απλώς μια αποχαιρετιστήρια κάρτα;» (σελ. 17), και ασφαλώς η
ποιότητα του φαγητού: «Μα γιατί φτιάχνουν τόσο γερές τις ζελατίνες
περιτυλίγματος; Λες και προορίζονται για ν' αντέξουν σε πιθανή τρομοκρατική
ενέργεια.» (σελ. 27), «(Ο μπουφές) είχε διάφορες σούπες, ποιος τολμούσε όμως να
τις αγγίξει, καθώς αδυνατούσε να ρισκάρει αν αυτό που κολυμπούσε μέσα τους ήταν
ακόμη ζωντανό.» (σελ. 130).
Μαζί, βέβαια, με την «ελαφρότητα» της
καθημερινότητας, ο Νίκος Ζαννής, δεν παραλείπει να δηλώνει ενεργός πολίτης και
με την προσωπική του σφραγίδα γραφής να καταθέτει ευθαρσώς τις απόψεις του
άλλοτε βάζοντας λόγια στο στόμα των ηρώων, άλλοτε με τη μορφή αόρατης φωνής και
άλλοτε ως παρένθετα αποφθέγματα: Οι άνθρωποι «κάθε μέρα κάνουν αυτό που ξέρουν
καλά. Ταξιδεύουν με πλοίο την οδύνη και πυξίδα την επιθυμία.» (σελ. 75), «Καμιά
φορά, η μικρότερη απόσταση μεταξύ δύο σημείων αποδεικνύεται η μεγαλύτερη διαδρομή.»
(σελ. 80), «Έτσι λειτουργεί η δικαιοσύνη στο αστικό κράτος. Σαν τα φίδια. Δαγκώνει
μόνο τους ξυπόλητους...» (σελ. 84), «Η γιαγιά του έλεγε πως τα μυστικά είναι σαν
τα ζόμπι. Δεν πεθαίνουν ποτέ.» (σελ. 99), «Παράδεισος, κόλαση. Ο κόσμος είναι
πολύχρωμος. Γιατί θέλεις να τον κάνεις τόσο ασπρόμαυρο;» (σελ. 113), «Ο φόβος
είναι σαν τη ραδιενέργεια. Αν εκτεθείς μακροχρόνια σ' αυτήν, σε αλλάζει
γενετικά.» (σελ. 116).
Όπως είπαμε, η ιστορία είναι η αφορμή και η αφήγηση
είναι το όχημα· η ανάγνωση πίσω από τις λέξεις επαφίεται στην επάρκεια του
αναγνώστη.
Δημήτρης Φιλελές
Πηγή πρώτης δημοσίευσης: «νουάρ παραμυθονουβέλα» • Fractal (fractalart.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου