Δημήτρης Φιλελές «Θρ…ίαμβοι και Απώλειες»
Ο
νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης καταθέτει στο έργο του «Ανοιχτά Χαρτιά»
μια προσωπική εμπειρία. Όταν οι ιδέες, λέει, «βράζουν» μέσα στη συνείδηση του
ποιητή, η έκφρασή τους παίρνει διαφορετικές διαστάσεις, παρά όταν αυτές
προβάλλουν «κατεψυγμένες» μέσα από την ιστορία ή τις υπομνηματίσεις των
ειδικών.
Και είναι,
όντως, αυτή μια πρωτόγνωρη εμπειρία του ποιητή, γιατί οι ιδέες στην ποίηση
είναι ζωντανές σαν την αλήθεια. Αλλά και η αληθινή ποίηση ως έκφραση είναι τόσο
ζωντανή, όσο ζωντανή είναι και η ανάσα μας. «Και τι θα γινόμασταν, αν η ανάσα
μας λιγόστευε;» διερωτάται ο άλλος νομπελίστας ποιητής μας, ο Γιώργος Σεφέρης.
Αυτή τη
μετατόπιση, λοιπόν, του γεγονότος ή του βιώματος από την απλή περιγραφή στο
λεκτικό ιδίωμα της ποίησης την απολαμβάνουμε πάντα ως τέχνη και ως αυθεντική
έκφραση, φορτισμένη συγκινησιακά. Είναι, αληθινά, μια ευλογία αυτή που μας
απογειώνει από την πεζότητα.
Και η
ποίηση του αγαπητού μου Δημήτρη Φιλελέ έχει όλα τα γνωρίσματα της ποίησης ως
τέχνης. Απόδειξη αποτελεί και η προκείμενη ποιητική του συλλογή «Θρ…ίαμβοι και
Απώλειες», που έρχεται σαν συνέχεια της συλλογής «Μυθ…ιστόρημα» και κινείται
συγκινησιακά σε όλα τα επίπεδα της επικαιρότητας από την ιστορία ως τη σύγχρονη
ζωή, όπως και η προηγούμενη. Η διάκρισή της, όμως, σε δύο μέρη αφορά μόνο τη
μορφή, καθώς τα ποιήματα του πρώτου μέρους είναι συνθεμένα στην παραδοσιακή
μορφή ως δίστιχα σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, ενώ
στο δεύτερο μέρος κυριαρχεί ο μοντέρνος ελεύθερος στίχος, που λειτουργεί ως
λυρική πρόζα.
Πρέπει,
πάντως, να ομολογήσουμε εξαρχής ότι μας εντυπωσιάζει ο πρωτότυπος τίτλος της
συλλογής. Η διακεκομμένη λέξη «θρ…ίαμβοι» υποδηλώνει νίκες, επιτυχίες και
δόξες, ενώ οι «απώλειες» παραπέμπουν σε ήττες και θλιβερές κοινωνικές
καταστάσεις και εθνικές περιπέτειες. Κι έτσι, ο συνδηλωτικός τίτλος του έργου,
με την πυκνότητά του, κωδικοποιεί μορφή και περιεχόμενο.
Από τα
πρώτα ποιήματά του ο ποιητής εστιάζει το ενδιαφέρον του στον ποικιλώνυμο
ανθρώπινο πόνο – και ιδιαίτερα στον πόνο της μάνας, που είναι ίδιος και
απαράλλαχτος είτε πρόκειται για την Ελληνίδα μάνα είτε για τη μάνα του εχθρού.
Γιατί γνωρίζει ότι δε φταίνε οι αγνοί νέοι, που θυσιάζονται στις μάχες ως
αντίπαλοι, αλλά οι άθλιοι πολεμοκάπηλοι, που πλουτίζουν ως εγκληματίες
αδίστακτοι εις βάρος των λαών.
Κατόπιν, με
μια σειρά ποιημάτων υμνεί του ήρωες του ’21, τους αγωνιστές της Εθνικής
Αντίστασης, αλλά και τους μεγάλους σύγχρονους ειρηνιστές, όπως ήταν ο Γρηγόρης
Λαμπράκης, ενώ δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί και στους αφανείς ήρωες του
αντιδικτατορικού αγώνα. Όλοι μεγαλούργησαν, έγιναν αειλαμπείς φάροι των
παραδόσεων και των ιδανικών του Γένους και εμπνευστές της ελληνικής συνέχειας.
Συνεχίζει,
όμως, ο ποιητής και μ’ ένα τολμηρό παράδοξο. Στην Παλαιστίνη, τον τόπο που
γεννήθηκε ο Χριστός και με τη δράση του και τη θυσία του θέλησε να εδραιώσει
την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, σήμερα μαίνεται ο πόλεμος, με τις εκατόμβες των
θυμάτων, τον πακτωλό του χρήματος για τους εξοπλισμούς, τον ξεριζωμό των ανθρώπων
και την προσφυγιά, τον πόνο και το άφθονο χυμένο αίμα στο βωμό του συμφέροντος
των ισχυρών. Το ποίημα «Χριστούγεννα» θυμίζει το άλλο εκείνο ποίημα του Κώστα
Βάρναλη «Οι πόνοι της Παναγιάς» με το συγκλονιστικό επιμύθιο :
«Θεριά οι ανθρώποι, γιόκα μου,
χίλιες φορές
να γεννηθείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν».
Σε ένα παράπλευρο, εξάλλου, μοτίβο ανθρώπινης
σκληρότητας και απανθρωπιάς κινούνται τα ποιήματα «Το σπουργίτι», «Συνάνθρωπος»
και «Κάτω απ’ τη γέφυρα». Σ’ αυτά προβάλλει η σύγχρονη απονιά, η δυστυχία των
απόκληρων της ζωής, η υποκρισία που καλύπτει την ανάλγητη συμπεριφορά και την
ανθρώπινη κακότητα.
Με πικρό
χιούμορ, πάλι, και ειρωνεία στηλιτεύει σε μια άλλη παράμετρο τις ταπεινώσεις
και τους εξευτελισμούς, που δέχονται οι χωρικοί – και ιδιαίτερα τα χωριατόπαιδα
– που έρχονται στην πόλη και προσκολλώνται στους πολιτικάντηδες της χώρας, με
μόνη φιλοδοξία να καμαρώνουν κοντά τους και να νιώθουν σπουδαίοι.
Γι’ αυτό
και σε επόμενα ποιήματα με τους χαρακτηριστικούς τίτλους : «Γίγαντες και
νάνοι», «Το ψέμα», «Η ομήγυρη» επιμένει ο ποιητής σε τολμηρές αντιθέσεις. Από
τη μια η χαμέρπεια, η δουλικότητα, η οσφυοκαμψία – και από την άλλη η
περηφάνια, η λεβεντιά, το αδούλωτο φρόνημα. Ή ακόμη, από τη μια η υποκρισία, το
συμφέρον, η προβολή χωρίς αξία – ιδιαίτερα των πολιτικών – και από την άλλη η
άμυνα, η αξιοπρέπεια, το ήθος και η τιμιότητα του απλού, τίμιου και λογικού
πολίτη.
Ωστόσο, ο
ποιητής δεν εξαντλεί το θεματολόγιό του στην κοινωνική παθογένεια. Συνεχίζει με
θέματα της ξενιτιάς, που συγκινούν ιδιαίτερα σήμερα, καθώς η ανεργία έχει
διώξει από την πατρίδα χιλιάδες νέους, όπως τα δύσμοιρα εκείνα χρόνια μετά τον
Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο. Αποτυπώνεται, λοιπόν, ανάγλυφα σ’ αυτά ο πόνος του
ξενιτεμού, το μαράζι της μάνας και η λαχτάρα της επιστροφής. Σε συνάφεια, εξάλλου,
με τα ποιήματα της ξενιτιάς βρίσκονται και όσα τραγουδούν τη θάλασσα, την
ελληνική ναυτοσύνη, τους ταξιδευτές ναυτικούς μας, αλλά και τ’ αγαπημένα
πρόσωπα που μένουν πίσω και τρέφουν όνειρα, ελπίδες και πόθους για μια
μελλοντική καλύτερη ζωή.
Η θεματολογία,
βέβαια, της συλλογής είναι μεγάλη και η ευρηματικότητα των ποιητικών στοιχείων
θαυμαστή. Δε θα μπορούσε, γι’ αυτό, να λείπει απ’ αυτήν και ο έρωτας! Αυτός ο
φτερωτός θεός, ο γιος της Αφροδίτης και του Άρη.
«Αυτός που μέσα στους Αθάνατους
είναι ο πιο ωραίος
και των ανθρώπων όλων την ψυχή
λυγάει μέσ’ στα στήθη.
Και σβήνει την περίσκεψη
από το νου τους όλη»,
όπως ύμνησε τον έρωτα στη
«Θεογονία» του ο Ησίοδος.
Μια σειρά,
λοιπόν, στιχουργημάτων κάνει εδώ ανάλαφρο πλέον το ποιητικό κλίμα, που είχε
βαρύνει ως τώρα από την κοινωνική παθογένεια. Στο εξής το ερωτικό Εγώ έχει
κυρίαρχο υπαρξιακό ρόλο και εκφράζεται ρομαντικά είτε μέσα από ερωτικές ευχές,
είτε με λαχταριστές εικόνες, είτε ως ερωτικό πάθος μέσα από σφοδρούς διαλόγους
με το ερώμενο πρόσωπο, είτε, τέλος, ως ερωτική επικοινωνία μεταξύ
προσωποποιημένων φυσικών στοιχείων.
Ιδιαίτερα,
όμως, στο ποίημα με τον τίτλο «Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά» ο έρωτας παίρνει
δραματική μορφή και μέσα από ταπεινώσεις, μαγικές επεμβάσεις, κατάρες και μύρια
εμπόδια οδηγεί τα ερώμενα πρόσωπα στο θάνατο, ώστε το σμίξιμο των ψυχών τους να
συντελείται πλέον στον Άδη. Είναι το ίδιο γνωστό θέμα που παραπέμπει στην
«Ερωφίλη» του Χορτάτζη, αλλά και σε άλλα ποιήματα ή δράματα της μεσαιωνικής και
της δημοτικής μας ποίησης.
Η συνέχεια
των ερωτικών ποιημάτων και το τέλος του πρώτου μέρους της συλλογής συμπίπτει με
το ποίημα «Σαν έρωτας», του οποίου θεματικό κέντρο είναι πάλι ο έρωτας, αλλά
και ο θάνατος. Ο θάνατος, αυτό το «ναυάγιο της ανθρώπινης ύπαρξης», όπως τον
αποκάλεσε ο Γιάσπερς. Εδώ η ευρηματικότητα του ποιητή είναι χαρακτηριστική και
αποκαλύπτεται μέσα από το πλήθος των εύστοχων παρομοιώσεων του θανάτου, καθώς
αυτός ορμάει ανίκητος στους ανθρώπους και με χίλιες δυο μορφές τους πλήττει και
τους καταβάλλει.
Στο δεύτερο
μέρος της συλλογής κυριαρχεί ο ελεύθερος και συχνά υπερρεαλιστικός στίχος, από
τον οποίο δεν απουσιάζει, ωστόσο, κάποιος εσωτερικός ρυθμός, ενώ τα θέματά του
στην πλειονότητα είναι «ανοιχτά», δηλαδή προσβάσιμα στον εραστή του είδους
αναγνώστη. Ορισμένα απ’ αυτά τα ποιήματα εντυπωσιάζουν με τις πρωτότυπες
εικόνες και κινούνται στο ίδιο με πολλά άλλα, σαν να υποδηλώνουν ότι η θεματική
τους αποτελεί τον μόνιμο και οδυνηρό προβληματισμό του ποιητή!
Έτσι, στο
πολύστιχο ποίημα «Αν σε έβλεπα», που αφιερώνεται στον Νίκο Μπελογιάννη, ο
ποιητής απευθύνεται σε διαλογική μορφή στον ήρωα, τον οποίο βλέπει να πορεύεται
«ολομόναχος, ατάραχος και ανυπότακτος» και να προκαλεί τους εκτελεστές του.
Τώρα, όμως, που ο ήρωας έχει περάσει στην αιωνιότητα, ο ποιητής τον βεβαιώνει
ότι πορεύεται κι αυτός στ’ αχνάρια του, φυλάγοντας στο μέρος της καρδιάς τη
φωτογραφία του σαν φυλαχτό και χρέος.
Ακολουθούν
τα ποιήματα «Το τέρας», «Αλογόμυγες» και η «Φυγή», με τα οποία ο ποιητής
επανέρχεται στα θέματα της υποκρισίας, του δόλου, της ψευτιάς, της αδικίας, που
τα βλέπει κανείς διάσπαρτα γύρω του και τα οποία αισθάνεται την ανάγκη με την
ποίηση ο ίδιος να καταγγείλει. Μοιάζει ο ποιητής με τον Σωκράτη, που τον
κινούσε η αλογόμυγα, προκειμένου να μιλήσει με καταγγελτικό λόγο για τις
παραλείψεις και την κοινωνική αναλγησία, καταστάσεις δηλαδή που
αποπροσανατολίζουν από την αλήθεια και το χρέος την ανθρώπινη ύπαρξη. Μάλιστα,
στο ποίημα «Φυγή» επιμένει ο ποιητής ότι ο δρόμος του τίμιου ανθρώπου, καθώς
οδεύει προς την καταξίωση, είναι δύσκολος, ανάντης και μοναχικός, αλλά αξίζει
να τον βαδίζει κανείς έως το τέρμα, για να χαρεί πλέον την αληθινή δικαίωση.
Με το
τελευταίο ποίημα της συλλογής «Γράμμα σε φίλο ανορθόγραφο» ο ποιητής έμμεσα
ομολογεί τη μοναξιά του πνευματικού ανθρώπου, τη μοναξιά του καλλιτέχνη – και
ιδιαίτερα του ποιητή, ο οποίος κινείται έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις και τα
καθημερινά στερεότυπα. Αδυνατεί να συνευρεθεί «με τις ομάδες των αιρετικών/ των
φανατικών/ των πολιτικών/ των αναρχικών/ των σχολαστικών/ και, προπαντός, των
γνωστικών». Μοιάζει με παρόραμα ενός βιβλίου «που όλοι αγνοούν/ ώστε να
απολαμβάνει ανενόχλητος/ την αδιατάρακτη ηρεμία του τοπίου».
Είναι η
ίδια μοναξιά για την οποία μίλησε ο μεγάλος Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά
Χαρτιά».
Και με την
παράθεση των λόγων του νομπελίστα ποιητή μας, σαν σε σχήμα κύκλου, σφραγίζω την
παρούσα εισήγηση.
«Μόνος στα
σύνορα του πανικού και της γοητείας ο ποιητής παθαίνεται να ταιριάσει την ανάσα
του στο καινούριο κλίμα που του αποκαλύφτηκε. Ματώνεται να δώσει έκφραση σ’
αυτή τη μυστική γεύση, την απροσδιόριστη ουσία, την αθάνατη χροιά που μονομιάς
είδε να παίρνουνε τα στοιχεία του κόσμου μέσα του. Αποτιμώντας από κει και πέρα
με διαφορετικό τρόπο τη ζωή, αναμετράει με οδύνη την απόσταση που τον χωρίζει
από τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Βλέπει την πλειοψηφία τούτη,
περιχαρακωμένη σε ένα χώρο συμβατικό, ν’ απωθεί τόσο απελπιστικά, τόσο λυσσαλέα
ό,τι θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη στα πιο ουσιαστικά της προβλήματα, που
καταλαβαίνει πως είναι γραφτό του να φορτωθεί μαζί με τον καημό της έκφρασης κι
έναν άλλον ακόμη : τον καημό της κατανόησης, ανίσως και τη μοίρα της μοναξιάς.
Έτσι συμβαίνει πάντοτε : ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του οι άνθρωποι
παραπλανημένοι επιμένουν να κρατάνε καλά κλειστή την πόρτα που, από καιρό τώρα,
έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της. Όμως, επιβάλλεται στους
σύγχρονους καλλιτέχνες να τοποθετήσουν το αιώνιο στοιχείο της ομορφιάς στο αεί
μεταμορφούμενο σημείο της ανθρώπινής της ροής, να νιώσουν με άλλα λόγια πόσο η
αλήθεια ετούτη ήταν και της ίδιας της υπόστασής τους ο αιώνιος νόμος».
Χρίστος Γ. Ρώμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου