Ένα από τα ρολόγια του Salvador Dali |
21η
ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 - ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΠΡΩΤΟ
Πέμπτη,
20 Απριλίου 1967. Αποβραδίς τρώμε στο σπίτι της θείας Μαρίας στο Θησείο.
Συνήθεια ετών από τότε που ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή. Μαζευόμαστε σχεδόν
κάθε βράδυ και τρώμε όλοι μαζί βάζοντας στη μέση το φτωχικό φαγητό μας, στο
πάντα πλούσιο σε αισθήματα τραπέζι μας. Νιώθω μια ξεχωριστή χαρά περιμένοντας
την επόμενη μέρα, την τελευταία πριν από τις διακοπές του Πάσχα. Είναι η πρώτη
μου χρονιά στο Δημοτικό Σχολείο και η κούραση είναι πλέον φανερή.
Ο
ανοιξιάτικος καιρός σκορπά παντού ευωδιές λουλουδιών στο δρόμο της επιστροφής
στο σπίτι μας στα Άνω Πετράλωνα∙ ένα σπίτι πάνω
από το εργοστάσιο του εξαδέλφου του πατέρα μου, παλιό, με πολλά δωμάτια (τα πιο
πολλά κλειστά λόγω αδυναμίας θέρμανσης), με μια μεγάλη σιδερένια σκάλα που
οδηγεί στο πλατύ κεφαλόσκαλο και στην ξύλινη πόρτα με το τζαμλίκι.
Μετά
το βραδινό φαγητό και τον ποδαρόδρομο, δεν αργεί να με πάρει ο ύπνος με τη
γλυκιά προσμονή των σχολικών διακοπών.
Τίποτα δεν προμηνύει όσα θα συμβούν το επόμενο ξημέρωμα.
**********
Παρασκευή,
21 Απριλίου 1967. Δεν έχουμε ακόμα ξυπνήσει για να με ετοιμάσει η μητέρα μου
για το σχολείο. Μας ξυπνά η φωνή του ξαδέλφου μου του Στέλιου, που μένει στο
διπλανό στενό, που έχει κυριολεκτικά εισβάλει από την αυλόπορτα, έχει
σταματήσει στο κάτω μέρος της σκάλας και φωνάζει «Θεία!... Θεία!... Θεία!...».
Η μητέρα μου σηκώνεται και ξεκλειδώνει
ανήσυχη. Δεν προλαβαίνει να καλοβγεί στο κεφαλόσκαλο και να ρωτήσει, γιατί ο
Στέλιος ξεκινάει λαχανιασμένος «Δικτατορία… Στρατιωτικός Νόμος… Χούντα…». Στο
μεταξύ έχω μισοξυπνήσει και βλέπω και ακούω άφωνος πίσω από το τζάμι της
εξώπορτας. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Όμως κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα
του έχει μια οσμή φόβου.
Στην
ίδια αυλή, στο ισόγειο, υπάρχει μια ακόμη μονοκατοικία, που μένει η κυρία
Ελευθερία από το Βόλο με τις δύο κόρες της, την Ιφιγένεια και τη Φιλιώ που με
έχουν μεγαλώσει στα πόδια τους. Μαζί τους προσωρινά μένει και ο κύριος Κώστας,
ο αδελφός της κυρίας Ελευθερίας, που κοιμάται στην ταράτσα σε ένα μικρό
δωμάτιο, για να μη βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια των γυναικών. Κι αυτό το δωμάτιο
βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το κεφαλόσκαλο του σπιτιού μας.
Στο
άκουσμα των λέξεων, η πόρτα του μικρού δωματίου ανοίγει και ο κύριος Κώστας,
προφανώς χωρίς να σκεφτεί ότι απέναντί του βρίσκεται μια γυναίκα, εμφανίζεται με
αμφίεση ύπνου∙ σώβρακο
και φανέλα. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, δε μιλάει, δε ρωτάει κάτι, μένει
εκεί για λίγο, γυρνάει την πλάτη του και χώνεται ξανά μέσα στο μικρό δωμάτιο.
Ο
Στέλιος έφυγε. Η μητέρα μου είναι φανερά εκνευρισμένη∙ τουλάχιστον έτσι δείχνει. Με
βιαστικές κινήσεις προσπαθεί να με ετοιμάσει για το σχολείο. Το τηλέφωνο χτυπάει.
Το σηκώνει. Είναι η διευθύντρια του σχολείου, η κυρία Αντωνία. «Το σχολικό δεν
θα περάσει σήμερα. Είναι δύσκολη η κυκλοφορία. Το σχολείο θα παραμείνει
κλειστό. Θα τα πούμε μετά τις διακοπές. Καλό Πάσχα…». Κι όμως δε χαίρομαι μ’ αυτό
το πρόωρο δώρο. Και δεν ξέρω γιατί.
Η
πόρτα από το απέναντι δωματιάκι ανοίγει πάλι. Ο κύριος Κώστας, ντυμένος αυτή τη
φορά, κρατάει στα χέρια του μια μικρή βαλίτσα. Ξαφνική αναχώρηση. Χωρίς να μας
χαιρετήσει. Χωρίς μια κουβέντα. Έφυγε βιαστικά με σκυφτό κεφάλι. Από κείνο το
πρωινό δεν τον ξαναείδαμε ποτέ πια. Ούτε μάθαμε τι απέγινε. Κανείς δεν
ξαναμίλησε γι’ αυτόν.
Η
πρώτη σκοτεινή μέρα της πιο μεγάλης ελληνικής νύχτας είχε πάρει το δρόμο της…
21η
ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 - ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το
ψυγείο μας είναι ένα όμορφο ξύλινο παραλληλεπίπεδο κουτί, ύψους μετρίου,
χρώματος καφέ καρυδί, με τέσσερα κοντά ποδαράκια. Χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο
πάνω μέρος, αφού η μητέρα αφαιρέσει το διακοσμητικό πετσετάκι, ανοίγει ένα
καπάκι όπου τοποθετούμε την παγοκολόνα μέρα παρά μέρα. Μπροστά υπάρχει μια μικροσκοπική
ασημένια βρυσούλα με διπλή χρησιμότητα. Το χειμώνα την ανοίγουμε για να
συλλέξουμε το νερό στο οποίο έχει μετατραπεί ο πάγος. Από την άνοιξη όμως, και
αφού η μητέρα τη ντύσει με ένα κομμάτι τούλι για τη συγκράτηση βλαβερών
σωματιδίων, τη χρησιμοποιούμε για να πίνουμε παγωμένο νεράκι μέχρι να βγει το
καλοκαίρι. Το κάτω μέρος του ψυγείου έχει πόρτα που ανοίγει με μια μεγάλη
ασημένια λαβή. Στο εσωτερικό του υπάρχουν δυο χωρίσματα, για να φυλάξουμε τα
περισσεύματα του φαγητού που θα καταναλωθούν το βράδυ ή, το πολύ, το επόμενο
μεσημέρι. Μας αρέσει το ψυγείο μας, το φροντίζουμε και το καθαρίζουμε συχνά και
μας είναι ιδιαίτερα εξυπηρετικό.
Όμως
η τεχνολογία της εποχής έχει άλλη άποψη. Το ηλεκτρικό ψυγείο είναι το παρόν και
το μέλλον κάθε σπιτιού. Προ ημερών ήρθε στο σπίτι μας ένας νεαρός πλανόδιος
πωλητής, ο κύριος Αλευράς, από ένα κατάστημα του κέντρου της Αθήνας, απ’ αυτά
που θεωρούν χρέος τους να εκσυγχρονίσουν τα ελληνικά νοικοκυριά ανά την
επικράτεια. Μη λίγο μη πολύ, η μητέρα πείστηκε ότι το ψυγείο μας έχει πλέον
ολοκληρώσει την αποστολή του και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταλήξει
στα σκουπίδια. Άκουσον, άκουσον! Και σα να μην έφτανε αυτό, ο κατά τα άλλα
συμπαθητικός πωλητής, τα έβαλε και με το μέγεθός του. Το βρήκε μικρό, άβολο και
ξεπερασμένο. Και έπεισε τη μητέρα με το ατράνταχτο επιχείρημα «το μεγάλο
γίνεται μικρό, το μικρό δε γίνεται μεγάλο», που οφείλω να ομολογήσω ότι είναι
μια άποψη που δύσκολα αντικρούεται.
Κάτι
η απαλλαγή από την καθημερινή έγνοια του πάγου, κάτι η μικρή κατανάλωση
ρεύματος (άρα οικονομία), κάτι η πολύ μεγαλύτερη διάρκεια συντήρησης του
φαγητού αλλά και των φρούτων και των λαχανικών σε ειδικές λεκάνες, κάτι η
κατάψυξη με τη δυνατότητα αποθήκευσης κρέατος για μήνες, κάτι η ευκολία των
πολλών μηνιαίων δόσεων, ο κύβος ερρίφθη. Θα αγοράσουμε καινούργιο ψυγείο. Και
μάλιστα μεγάλο, έντεκα ποδών. Αξιόπιστο, γερμανικής κατασκευής, της εταιρείας Siemens, μοντέλο Cold House. Το
παραγγείλαμε, λοιπόν!
Μου
είναι, βέβαια, αδιανόητες κάποιες αντιλήψεις των ανθρώπων μέχρι και σήμερα.
Όπως, για παράδειγμα, το μαγείρεμα μιας μεγάλης ποσότητας φαγητού, ώστε να
τρώμε το ίδιο φαγητό για τόσες μέρες μέχρι να το σιχαθούμε, χάνοντας και ένα
μεγάλο μέρος απ’ όσα έχει να μας προσφέρει. Η αποθήκευση φρούτων και λαχανικών
για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι να τα τρώμε αφού
τα πληρώσαμε ή να τα πετάμε αν προλάβουν να σαπίσουν και να μας απαλλάξουν απ’
την ανοστιά τους. Η αγορά νωπών κρεάτων που, αφού πληρώθηκαν σε υψηλή τιμή για
να καταναλωθούν φρέσκα και εύγευστα, καταψύχονται, αποψύχονται, μαγειρεύονται
και τρώγονται ξαναζεσταμένα για μερικές μέρες. Εκτός και αν κάνουμε προμήθειες
για ενδεχόμενο πόλεμο.
Τέλος
πάντων, όλα αυτά είναι προσωπικές ιδεοληψίες, για τις οποίες ο καλός πωλητής
έχει πάντα την κατάλληλη απάντηση κάτω από τη γλώσσα, κάτι σαν φάρμακο ευρέως
φάσματος. Ο κόσμος βαδίζει μπροστά και το ολοκαίνουριο ηλεκτρικό ψυγείο μας
είναι γεγονός.
**********
Η
μέρα σήμερα είναι διαφορετική. Υπάρχει μια βουβή ένταση. Η ατμόσφαιρα είναι
ηλεκτρισμένη. Οι συζητήσεις μεταξύ των μεγάλων που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι
είναι χαμηλόφωνες. Το τηλέφωνο χτυπάει συχνά, αλλά οι συνδιαλέξεις είναι
σύντομες με κοφτά λόγια. Είναι φανερό ότι κάτι σημαντικό, μάλλον δυσάρεστο,
συμβαίνει, αλλά κανείς δεν το ονοματίζει. Και οι τρεις λέξεις που ξεστόμισε το
πρωί ο Στέλιος, «στρατιωτικός νόμος, δικτατορία, χούντα», μου είναι εντελώς
άγνωστες.
Η
κίνηση της μητέρας να βγάλει το ραδιόφωνο από το ντουλάπι, να το βάλει στην
πρίζα και να ξεκινήσουμε να ακούμε στρατιωτικά εμβατήρια, είναι το αποκορύφωμα
των περίεργων γεγονότων της ημέρας. Γιατί εμείς στο σπίτι μας δεν ακούμε
ραδιόφωνο και κυρίως μουσική, γιατί εμείς στο σπίτι μας, όπως λέει η μητέρα,
«έχουμε πένθος». Η συντριπτική απώλεια του πατέρα χρονολογείται από τον Ιούλιο
του 1964, παραμονή της Αγίας Μαρίνας, αλλά εμείς εξακολουθούμε να έχουμε
πένθος. Και θα έχουμε για πολλά χρόνια ακόμη… Μου φαίνεται πως η απότομη
διακοπή του πένθους είναι αναγκαστική. Και έτσι ήταν…
Κάπου
εκεί, ανάμεσα στα εμβατήρια, τις συνθηματικές φράσεις, τα λόγια μέσα απ’ τα
δόντια, το σούρτα-φέρτα στη γειτόνισσα και το πήγαιν’-έλα των συγγενών και
φίλων, εμφανίζεται ο κύριος Αλευράς με τους μεταφορείς στο κάτω μέρος της
σκάλας.
«Κυρία
Πελαγία! Κυρία Πελαγία! Καλημέρα σας! Φέραμε το ψυγείο! Καλορίζικο!»
Η
μητέρα έχει κοκαλώσει. Κανονικά θα έπρεπε να χαίρεται. Αλλά…
«Μα
σήμερα βρήκατε να το φέρετε;»
«Σήμερα
είχαμε κανονίσει. Δεν το θυμάστε;»
Φαίνεται
πως δεν είναι το μόνο που δε θυμάται η μητέρα σήμερα. Γενικά δεν έχει όρεξη να
ασχοληθεί με οτιδήποτε. Ακόμη κι εγώ, που τόσο με αγαπάει, σήμερα φαίνεται πως
είμαι εμπόδιο ανάμεσα στα πόδια της. Και τώρα μπήκε το κερασάκι στην τούρτα. Το
καινούριο μας ψυγείο.
Οι
άνθρωποι του καταστήματος το ανεβάζουν προσεκτικά στη σκάλα. Μέσα στο
προστατευτικό χαρτοκιβώτιο μοιάζει τεράστιο. Δύσκολα χωράει να περάσει από την
ξύλινη εξώπορτα αλλά και από τις μέσα πόρτες του σπιτιού μέχρι να φτάσει στην
κουζίνα. Όταν φτιάχτηκε το σπίτι που μένουμε, δεν υπήρξε ούτε υποψία αυτού του
μηχανικού κτήνους.
Οι
μεταφορείς μετακινούν σε μια άκρη το ψυγείο του πάγου, γδύνουν το ηλεκτρικό
ψυγείο από το χάρτινο περίβλημά του και το τοποθετούν εκεί που τους υποδεικνύει
η μητέρα, κοντά στην πρίζα. Ακούγεται ένας χαμηλός διαπεραστικός ήχος∙ λειτουργεί. Είναι ολόλευκο με μία
μόνο μεγάλη πόρτα με μακρόστενη λαβή. Την ανοίγουμε και ανάβει ένα μικρό φως. Στο
εσωτερικό του υπάρχει ένας μικρός μεταλλικός θάλαμος με πλαστική πόρτα, η κατάψυξη,
και κάτω απ’ αυτήν ένας μικρός δίσκος. Εκεί συγκεντρώνονται τα νερά όταν κάνετε
απόψυξη, μια φορά το μήνα. Ακολουθούν πέντε χωρίσματα για τα τρόφιμα. Και στο
κάτω μέρος μια μεγάλη φρουτολεκάνη. Στο εσωτερικό της πόρτας υπάρχουν δυο
μικρές θήκες, μια για το βούτυρο και μια για τα αυγά. Και θήκες για τα
μπουκάλια, τις μπύρες, τα αναψυκτικά, το παγωμένο νερό. Όλα είναι μελετημένα
στην εντέλεια. Καλορίζικο και πάλι!
Καθώς
ο πωλητής συμπληρώνει τα στοιχεία της μητέρας στις μηνιαίες συναλλαγματικές, οι
μεταφορείς φροντίζουν να εξαφανίσουν το παλιό μας όμορφο ψυγείο του πάγου. Λες
και μολύνει το περιβάλλον. Νιώθω πως αποχωρίζομαι κάποιο αγαπημένο πρόσωπο,
στενοχωριέμαι λίγο, αλλά το καινούριο μας απόκτημα μου κλείνει πονηρά το μάτι.
Σαν να μου λέει, μην ανησυχείς, θα γίνουμε φίλοι.
Η
διαδικασία απλή και σύντομη. Πέφτουν γρήγορα οι υπογραφές. Επαναλαμβάνονται οι
ευχές. Η μητέρα, πάντα ευγενική, ξεπροβοδίζει βιαστικά τους απρόσμενους
επισκέπτες. Δίνει και ένα φιλοδώρημα στους μεταφορείς. Επιστρέφει αμίλητη. Στέκεται
μπροστά στο ψυγείο ακίνητη και λέει μια φράση που χαράζεται για πάντα στη μνήμη
μου :
«Τη μέρα που θα πέσει η χούντα, εγώ αυτό θα το σπάσω»
**********
21η
Απριλίου 1967 – 21η Απριλίου 2018 : Συμπληρώθηκαν πενήντα ένα ολόκληρα
χρόνια από εκείνη την αποφράδα ημέρα. Κάτι σαν πένθιμο ιωβηλαίο. Το ψυγείο η
μητέρα δεν το έσπασε όταν έπεσε η χούντα, δεν κράτησε την υπόσχεσή της, γιατί
δεν είχαμε χρήματα να πάρουμε καινούριο. Μπορεί και να φοβόταν την επάνοδό της.
Το ψυγείο εκείνο ζει και βασιλεύει, σε πλήρη λειτουργία, αθάνατο γερμανικό
προϊόν, σε ένα εξοχικό σπίτι σε κάποιο νησί του Ιονίου. Η μητέρα έχει φύγει εδώ
και αρκετά χρόνια απ’ τη ζωή…
© Δημήτρης
Φιλελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου