Η εικόνα προέρχεται από το διαδίκτυο |
Σ’ ΑΥΤΗΝ
ΕΔΩ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, σ’ αυτήν εδώ τη ρούγα
ένας αϊτός λαβώθηκε, έσπασε τη φτερούγα.
Δεν ήταν βόλι κυνηγού που στο κορμί του μπήκε
ήταν αγάπης μαχαιριά που στην καρδιά τον βρήκε.
Έγειρε, χαμοπέταξε εκεί που δεν του πρέπει
δυο μάτια που φεγγοβολούν ολημερίς να βλέπει .
Και κείνη περδικόστηθη και κείνη περιστέρα
σαν ξωτικιά τον τύλιξε στη μαγική της σφαίρα.
Τον τύφλωσε η ομορφιά, τον μάγεψαν τα κάλλη
λησμόνησε του ουρανού την ανοιχτή αγκάλη.
Έχτισ’ αϊτός φωλιά στη γη, δε θα ξαναπετάξει
μήτε τον ήλιο την αυγή στα μάτια θα κοιτάξει.
Η τάξη εταράχτηκε, τα πάνω ήρθαν κάτω
σαν κεραυνός ακούστηκε τ’ ανήκουστο μαντάτο.
Ποιος είδε αρχοντόπουλο με μπιστικούς να τρώει
αρχοντικό συμπεθεριό με μαύρο φτωχολόι;
Ποιος είδε νιο πολεμιστή τ’ άρματα να πετάει
και τον οχτρό να σκιάζεται, την πλάτη να γυρνάει;
Ποιος είδε αϊτό περήφανο ζευγάρι με τρυγόνα
χειμώνα στα κατώμερα χωμένο σε κρυψώνα;
Τα μάγια λύσε μάγισσα, σου το ζητώ για χάρη
που μια νυχτιά τον έδεσες μ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Ανθρώπου λόγος δε φελά στης μοίρας το τεφτέρι
γινάτι μόνο συμφορές και κλάματα θα φέρει .
Μα ειν’ η νιότη άμυαλη στου έρωτα τα βρόχια
θαρρεύει ορθή πως θα σταθεί στα μαύρα ανεμοβρόχια.
Θρήνος της μάνας, οδυρμός για το μοναχογιό της
λόγο φονιά ξεστόμισε μες στον πικρό καημό της.
«Κάλλιο στην κάσα ξέπνοο να τον νεκροφιλήσω
παρά γαμπρό στην εκκλησιά να πάω να τον στολίσω.»
Σαράντα μέρες πόλεμος με τη βαριά κατάρα
ο σταυραϊτός ξεψύχησε, απλώθηκε αντάρα.
Λύγισ’ η δόλια ξωτικιά, σαν καλαμιά, σαν στάχυ
κι από γκρεμό τσακίστηκε στην πιο ψηλή τη ράχη.
Κοιμούνται τώρα αγκαλιαστά σε σύννεφο μπαμπάκι
στο χώμα λιώνουν ταιριαστά κορμάκι με κορμάκι.
© Δημήτρης Φιλελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου