#διαβάζω_για_σένα
Η λογοτεχνική μου συμμετοχή
στη "Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2021
Τι ‘ναι η ζωή
αλήθεια, αγαπημένη μου,
τι λίγα
πράματα χρειάζεται ο άνθρωπος για να ‘ναι ευτυχισμένος!
Και πάει και
χάνεται για τα μεγάλα φαντάσματα…
Νίκος Καζαντζάκης «Αδερφοφάδες»
ΠΡΟΒΑΤΑ
ΚΑΙ ΛΥΚΟΙ
A la manière de Kazantzakis
Πρόβατο
έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος, πρόβατο κάτασπρο το μέσα του, με καρδιά ξέχειλη
καλοσύνη, με ματιά που λαμπυρίζει αθωότητα, έτοιμη ν’ απλωθεί σα θάλασσα αρυτίδιαστη,
να δώκουν όλοι γύρω μια γερή βουτιά να δροσερέψουν οι σκουριασμένες κλείδωσες
του κορμιού τους, να λαγγέψουν οι ψυχές οι στερεμένες στο γλυκερό της χάδι,
χορό λεβέντικο να σύρουνε καμαρωτές στο τρίστρατο της αγάπης, του δίκιου και
της αδερφοσύνης.
Μα δεν
καλαρέσει της αιμόχαρης αδερφοχτόνας αμάχης τούτη η ειρηνική σύναξη του σύμπαντος
κόσμου, τρώγεται να φέρει του νου το ξεστράτισμα, να τον λοξοδρομήσει από της
αγαθοσύνης το στρατί, να του ανακατώσει τα χνάρια, να τόνε τυφλώσει με της
αμυαλιάς τη φουσκοδεντριά, να τόνε σπρώξει στανικώς στη λυκοφωλιά, όσο που να
τόνε κάνει τσιράκι της και να του χεριάσει στην απαλάμη το αδερφοφάδικο
μαχαίρι.
Κι ο άνθρωπος,
παραντουρισμένος, το πρώτο που θα κόψει είναι της χούφτας του το τροφαντό
πετσί, το πρώτο που θα δει ν’ αφανίζεται στης γης την άπατη ρουφήχτρα θἂναι το
δικό του άλικο κοχλακιστό γαίμα, την πρώτη δαγκανιά του σουβλερού πόνου με τα
ίδια του τα δόντια θα τήνε δώκει στο σουφρωμένο του τ’ αχείλι κι απέ θα σκύψει
να πιει τούτο το πιοτό το μεθυστικό, θα το στροφογυρίσει ασάλιωτο με την άμαθη
γλώσσα στον στυφό ουρανίσκο και θαρρεύει τότες και του μοιάζει πως λύκος κι
ατός του γίνηκε κι ούλα τ’ άκακα πρόβατα απ' το μαχαίρι του το μαυρομάνικο ήρθε
καιρός να τα περάσει.
Έτσι χαλνάει
του κόσμου η τάξη που σοφά τἂχει μοιρασμένα και μονοιασμένα και ξεχωριστά τους
λύκους απ' τα πρόβατα, κι αναμαλλιάζουνται και μπερδεύουνται κουβάρι αξεδιάλυτο
ούλα της γης τα ζωντανά, κι ακονίζουνται τα λεπίδια και τροχίζουνται νύχια και
δόντια κι όσο το γαίμα τ’ αδικοσκοτωμένο ποτίζει τη μάνα γης, τόσο από τη φύτρα
της ξεπετιούνται μπάσταρδα νιόβγαλτα βλαστάρια, πρόβατα και λύκοι ανάμειχτα.
Κι έρχετ’ ο
τσομπάνης ο πόλεμος τάξη δικιά του να βάλει στο ανθρωποκοπάδι, από τη μια τα
πρόβατα - για λύκοι τάχατες
λογαριάζουνται, από την άλλη οι λύκοι - που κάποτες πρόβατα γεννήθηκαν, κι
ανάμεσό τους τα τσομπανόσκυλα, ράτσα φκιασμένη απ' τον δικόνε του τον αναθεματισμένο
σπόρο, κι όταν τελέψει το άνομο ξεχώρισμα, τότες βάνει ο τρισκατάρατος τα
τσομπανόσκυλα ν’ αλυχτάνε ολημερίς κι ολονυχτίς, τόσο που πρόβατα και λύκοι
αγριεύουνται και χιμάνε μανιασμένα να σπαράξουν σάρκα ολόφρεσκια και λιμπιστή,
κι ούλοι σφίγγουν τις ατσαλένιες γροθιές και τινάζουνται τα μπράτσα ίδια
χοντρόκαρφα που μπήγουνται άκαρδα στ’ ουρανού την αγαθοσύνη, κι ούλοι χτυπούν
στο χώμα με μανία τα βασταγερά ποδάρια σα να βιάζουνται ν’ ανοίξουν του Άδη το
ολοχάσκωτο στόμα, και το γαίμα κρούει δαιμονισμένο τα μηνίγγια και σκούζει
ασυλλόγιστα και βροντοφωνάζει «ομπρός! ομπρός!», όσο που του χάροντα τ’
αστόμωτο δρεπάνι στοιβάζει άταφα τ’ άπνοα κουφάρια δώθε και κείθε.
Κι είν’ ο
πόνος άγιατρος της γης από το ψυχομαχητό των λαβωμένων που αποζητούν του
θάνατου τη χάρη κι από των αδερφοσφαγμένων τα ξεκοιλιασμένα κουρέλια, που τα
σπλάχνα της απομένουν στέρφα κι άκαρπα και το γάλα στ’ αβύζαχτα μαστάρια της
πετρώνει κι ακούγεται το βογκητό της ως τ’ ουρανού τα θέμελα και μπλαβίζουν τα
σύγνεφα και γίνουντ’ ένα με τ’ αδικοχυμένο γαίμα και σταλάζουν δάκρυ μαύρο να
ξεπλύνουν την καταχνιά και σκεπάζουν με το χιονάτο κρουσταλλένιο σάβανο της
καπνιάς τ’ απομεινάρια.
Μα στου
χρόνου το κύλισμα οι πληγές γιαίνουν κι αφήνουν ξέσκεπες μοναχά τις ουλές μπας
και οι ανθρώποι αποξεχαστούν και λησμονήσουν τα ρημαδιασμένα σπιτικά και τις
ξεθεμελιωμένες ζωές τους και ξαναριχτούν με τα μούτρα στο αντιπάλαιμα και στην
αδερφοχτόνα μάνητα, κι ο ήλιος γυρνά το πύρινο ροδάνι του, λιώνει το
νεκροσέντονο της θλίψης και της ορφάνιας και μαντατεύει στους ανθρώπους να
ματαγυρίσουν στην αγκαλιά της δόλιας μάνας τους.
Κι αν του
ανθρώπου η καρδιά ξεβρωμίζεται και μερεύει και γίνεται σα μπαμπακόμπαλα
κάτασπρη και απαλή και σα σταφυλόψιχα ζουμερή, το μυαλό και τα μπράτσα του δεν
ξαστοχούν πως είναι πολεμιστάδες θεριακωμένοι κι αδράχνουν τη ζωή σα βόδι
τσινιάρικο απ’ τα κέρατα κι ανοίγει ο άνθρωπος αμάχη με την απανθρωπιά και με
το άδικο και ζώνεται ο άντρας το αλέτρι σαν ζο πεισματικό και μπήγει βαθιά το
υνί στης χέρσας γης τα σωθικά και σπάζει τους σβώλους και ανακατώνει το ξερό
χώμα και το ποτίζει με τον ίδρο του και ρίχνει τον σπόρο του ξανά κι η μάνα γης
νογάει και συμπονά και αφρατεύει και μπουμπουκιάζει και καρπίζει, έτσι κι η
γυναίκα μπουμπουκιάζει μέσα στου αντρός τη στιβαρή αγκαλιά και καρπίζει τον σπόρο
του και γεννοβολάει τρυφερούδια, κι όλο τούτο το σμάρι διαφεντεύει λεύτερο το
βιος του και πληθαίνει και προκόβει και χαράζει ρότα στα νιόσκαφτα αυλάκια της πανανθρώπινης ειρήνης.
Τα
τσομπανόσκυλα, όλονε τούτο τον καιρό, κάθουνται παράμερα, απέθαντα και
μακροζωισμένα, και ξεψαχνίζουν με τα σκυλόδοντά τους το μεράδι τους από τις
σαπισμένες σάρκες κι αδιάντροπα λιανίζουν τα γυμνωμένα κόκαλα – ίδια γι’ αυτά
όλα τα ψοφίμια – και φθονερά παραμονεύουν να γκρεμοτσακίσουν του ανθρώπου τ’ ανηφόρισμα, ν’ αρπάξουν της
τίμιας δούλεψης τα κόπια π’ αυγαταίνουν, στιμάρουν τις ψυχές τις αφορμισμένες,
τις λιγωμένες για της φωτιάς τον σάλαγο, χώνουν τα σιχαμερό μουσούδια τους στη
λάσπη και μ’ όση δύναμη έχουν γρουλίζουν «η γης ζητάει γαίμα για το γαίμα» – άμποτες
η γης κάρπισε με γαίμα – κι όλο με κούφια λόγια μιλούν για γδικιωμό τυφλό κι
αδίσταχτο, κι όλο χουγιάζουν την ανθρωποθάλασσα με συνθήματα πρόστυχα κι όλο με
τη βουκέντρα τσιγκλίζουν της μνήμης τα σκελετόβραχα και ξουραφιάζουν τις βαθιές
πληγές κι όλο κερνούν μέσα στα καύκαλα των παππούδων μίσος και χολή.
Όσο που οι
ανθρώποι παραλοΐζουν, λες και τα τούμπανα τα μανιασμένα τους προσκαλούν σε
χαροκόπι, λες κι οι σάλπιγγες που ηχούν ξέφρενες τους κράζουν σε γιορτάσι,
Σειρήνες γλυκολάλητες στ’ αυτιά του άσκεφτου αμήχανου Δυσσέα, με μπούσουλα
φάλτσο οι άντρες απαρνιούνται της γης το βύζαγμα, μεριάζουν γυναίκες και παιδιά
και χύνουνται σα σφαχτάρια στου πόλεμου τη δίνη, με στήθια σαν του διάνου
ολοφούσκωτα ορμούν στης Σκύλλας και της Χάρυβδης τις καταβόθρες, χτήνη
ξεκαπίστρωτα παραδέρνουν οι σακάτικες συνείδησες στ' όνομα της μελλοντικής
ειρήνης κι οι σημαίες οι πλαταγιστές οι ανεμόδαρτες, σαβάνα λερά χρυσοκέντητα,
κουλουριάζουνται σαν όχεντρες φαρμακερές γύρω απ' της αστραποκαμένης νιότης τ’
αποκαΐδια.
Σαν
ξεμοναχιαστούν απροφύλαχτα και ξενηστικωμένα τα γυναικόπαιδα και τ’ ανήμπορα
γερόντια, ξαμολιούνται τα τσομπανόσκυλα – τ’ αληθινά λυκογεννήματα – παίρνουν
τον πατριωτισμό εργολαβία, μαζώχνουν το φτωχολόγι στα εργοτάξια του πολέμου, το
ταγίζουν με της ψευτιάς τ’ αφιόνι για να φκιάνει αδιάκοπα θεριά μεταλλικά κακομούτσουνα
και οβίδες και φουσέκια και κανόνια και ντουφέκια και σπάθες και λόγχες –
χαθήκανε μωρέ τα ξινάρια και τα φτυάρια; – για να γρηγορέψει, λένε τα
μασκαρεμένα όρνια, το θανατικό και να γυρίσουν τα παλικάρια στον τόπο τους και
να γιομίσουν τα σπίτια τους χαρά.
Κι αγκομαχούν
οι βαριόμοιροι δουλευτάδες να ξορκίσουν το κακό και ψηλώνουν βουνά τα σύνεργα
της σφαγής και φουσκώνουν τα κεμέρια των τσομπανόσκυλων, ανάφτει το πολεμόχαρο
το γλέντι τους, κι αντίς για τα παλικάρια γράμματα συλλυπητήρια έρχουνται με το
ταχυδρομείο μαζί με τα παράσημα της αντρειοσύνης για τους ηρώους της πατρίδας,
οικτρά απονιφάδια της αμετάνιωτης ανθρωποθυσίας στον κάλπικο βωμό της
αχρειότητας – ανάγκη της πατρίδας οι ζωντανοί κι όχι οι αποθαμένοι για τα όρνια
και τα σκουλήκια θροφή.
Μασουλάνε
δίχως σταματημό του χάροντα τα σιδερένια σαγόνια όσο τα πρόβατα κι οι λύκοι
αδερφοσφάζουνται, τα δέντρα μαραζιάρικα και ζαρωμένα σωριάζουνται και τούτα
καταγής μες στου πολέμου τον ολολυγμό, και τα ποτάμια στερεύουν κι οι νερομάνες
μαρμαρώνουν κι η θάλασσα ανταριάζει, νεκρώνει η ζωή ολάκερη κι ο θάνατος
βασιλιάς ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων.
Κι όσοι
λαχαίνει πίσω να γυρίσουν κάποτες με το σακατιλίκι στο κορμί και στο μυαλό και
ηρώοι ονοματίζουνται και γράφουνται στης ιστορίας τα χοντρά βιβλία, τα βράδια πετάγουνται
στου ύπνου τον εφιάλτη με τα γυαλωμένα μάτια των σκοτωμένων που τους κοιτούν
απορεμένα και χαμόγελο ποτές δεν ανθεί στα χείλη τους – ποιος άνθρωπος
φαγωμένος από της θανατίλας το σαράκι μπορεί στ’ αληθινά να περηφανεύεται πως
ξεκεφάλιασε τον αδερφό του;
Και τούτο το
ματοκύλισμα καλά κρατεί και κύκλους κάνει αρίφνητους απ' του ανθρώπου τα
γεννοφάσκια. Και τούτος ο αλευρόμυλος γοργά γυρνά τη φτερωτή κι όλο αλέθει τ’
ανθρώπινα ονείρατα, και τούτο το καμίνι άσβηστο καίει μερόνυχτα και στάχτη σκορπάει
στον άνεμο του ανθρώπου την ξόδεψη.
Σκλαβιά ο
πόλεμος, αδέρφια, σα νυχτερίδα σκοταδερή ζυγιάζει πάνωθέ μας τα μαύρα του φτερά
και ξερνά στις καρδιές τις σμπαραλιασμένες του φόβου το περιπλοκάδι, «μην
πισωπατάς, μη δειλιάζεις», «σκότωσε πριν σε σκοτώσουν» μας κράζει – δουλειά του
μοναχή να διαμετρά και να ξεδιαλέγει τα θρεφτάρια μες στα ξέσκεπα μνημούρια – ρίχνει
τις σάρκες στα σκυλιά, τους πιστούς κι ανερώτητους υπηρέτες, και στο παζάρι του
φονιά κρεμάζει τις γδαρμένες προβιές και διαλαλούν οι σταυρωτήδες τα
τσομπανόσκυλα τη συμφερτική πραμάτειά
τους και συναμεταξύ τους μοιράζουνται τα ορφανεμένα ολόδροσα φυντάνια.
Κι εγώ καταμεσής,
αδέρφια, με χέρια αδειανά στέκουμαι, τούτα τα γυμνά χέρια βάνω, άλλο δεν έχω,
κόντρα στο ρέμα του ποταμιού τον αδερφοσκοτωμό να προκάμω, της λευτεριάς σας
φέρνω το δώρο, ένα για ούλους, κι εσείς θρύψαλα τ’ ονειρευόσαστε κι απάνου στα
κομμάτια του να ματώνετε – σε ποιανού τη μεριά να προστρέξω; ποιανής μάνας το
σπλάχνο να ντουφεκίσω; δεν είναι δείλιασμα μήτε αφιλοπατρία η ανθρωπιά, αδέρφια.
Κι αν ξένος
λογίζουμαι από τα χολιασμένα αδέρφια μου, ξένος άραγες κι αποπαίδι λογίζουμαι
κι απ’ τον Θεό; Από την άκρια τ’ ουρανού ως της θάλασσας την άβυσσο γυρεύω του
Θεού το μάτι, του Θεού που βλογάει τ’ άρματα του μιανού φονιά σάμπως και του
οχτρού η μάνα δεν κοιλοπόνεσε, δε σφάδαξε σύγκορμη για του δώκει την πρώτη
μεταλαβιά της ζωής ανάμεσα απ’ τα ορθάνοιχτα ματοβαμμένα σκέλια της, του Θεού
εκεινού που καυκιέται πως τον άνθρωπο αγαπάει πιότερο απ' τ’ άλλα πλάσματά του,
πως τον έπλασε από χώμα και νερό για να του μοιάζει, νἂναι σπλαχνικός και
συμπονετικός – ποὔναι τούτος ο θεός αποξεχασμένος; ποιο θυμιατήρι με λιβάνι
αιθέριο του βαραίνει τα βλέφαρα; – δεν τόνε θέλω πολέμαρχο ούτε τιμωρό,
συντρέχτη μωρέ τόνε θέλω στου κατατρεγμού το φευγιό και στης μάνας της
χαροκαμένης το μοιρολόγι, μια φωτιά να ρίξει, ν’ ανάψει και να κορώσει, να
λαμπαδιάσει σαν αγιοκέρι πασχαλινό, να λιώσει μέσα στη χάψη της ούλα τ’ άρματα,
να σωπάσει παντοτινά η κλαγγή τους η θανατερή στα ματοκυλισμένα χαρακώματα, και
με τ’ ατσάλι τους να φκιάσει με τα χέρια του τ’ αφρόπλαστα ένα μαντρί, να
φυλακώσει ούλα τα τσομπανόσκυλα να μη μαγαρίσουν ποτές πια τ’ ανθρώπινο το
φύτρο, και τον χάροντα να τον αντροκαλέσει, και με ίδιο του το δρεπάνι να του
πάρει το μαύρο του κεφάλι, κλάμα ανθρώπινο να μην ξανακουστεί στη γης.
Μ’ αγάπη
θρέφεται τ’ ανθρώπινο σκαρί κι όλες τις φουρτουνιασμένες θάλασσες τις
κουλαντρίζει και τους δαιμόνους γαληνεύει, αγάπη να ρίξει σα βροχή θέλω τούτος
ο Θεός ο παντοδύναμος, ο αφανέρωτος, να σβαρνίσω τις πόρτες και τα παραθύρια
του ντουνιά, να το φωνάξω να τ’ ακούσουν στα πέρατα του κόσμου : «Συναχτείτε,
συνάνθρωποι, να μαζώξετε αγάπη, για όλους έχει δίχως σωσμό, για σας, τα παιδιά
σας, τ’ αγγόνια και τα δισέγγονά σας, και πάλι άσωστη θἂναι. Τρεχάτε γυμνοί
στους δρόμους με της καρδιάς τα φύλλα ορθάνοιχτα κι όλα τ’ αγαθά και τα πλούτια
θἂμπουν στο σπιτικό σας».
Κι αν πάλι
τόσο πια μας απαρνήθηκε που αλλού το βλέμμα του έστρεψε απ’ τα κρίματά μας, στα
πόδια του να προσπέσω ικέτης ταπεινός, να τον παρακαλέσω να πάψει νἂναι πατέρας
αυστηρός, γιατί ο γιος ο ξεπεσμένος ο άσωτος που τη συμβουλή του πατέρα
ξαστόχησε για της επιείκειας τον λόγο και της στοργής το χέρι και για του μόσχου του σιτευτού το τραπέζωμα είναι
αναγκεμένος.
Κι αν αμαρταίνω,
μες στη μεγαλοθυμία και τη μακάρια αιωνιότητά του ας με σχωρνάει, γιατ’ είμαι
άνθρωπος κι ο χρόνος μου στη γης είναι ορισμένος και μικρός, κι αν διακονεύω,
σωσμένη από γεννησιμιού των ανθρώπων η ελεημοσύνη, και δανεικό όσο κι αν ζητώ,
κανείς δεν έχει περίσσεμα να μου χαρίσει – να τον ξεπλερώσω και με διάφορο αν
είναι βολετό – και σε τούτο το τόσο λίγο και τόσο πολύ σύγκαιρα για την αγάπη
και το δίκιο μονάχα νοιάζουμαι κι όσο λεύτερος, άλλο τόσο αχόρταστος φτάνω στο
τέλος.
©
Δημήτρης Φιλελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου